Δεν φεύγει από το μυαλό μου εκείνος ο ήχος. Δεν έβλεπα, ήμουν με την πλάτη γυρισμένος και ένιωθα αυτόν τον ανατριχιαστικό ήχο να με πλησιάζει απειλητικά και με απίστευτη ταχύτητα...
Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα, δεν θα αντιδρούσα. Και αυτό ήταν το πιο τρομακτικό. Είχα παγώσει στην θέση μου και απλά περίμενα τον ήχο να με φτάσει. Ήταν τόσο γρήγορο και απρόσμενο. Από το πουθενά, ο ήχος από το φρενάρισμα, από τα λάστιχα να σφυρίζουν πάνω στην άσφαλτο, εξαφάνισε οποιοδήποτε άλλο ήχο γύρω μου. Ούτε φωνές από παιδιά, ούτε ομιλίες, ούτε καν το αεράκι που πριν με δρόσιζε, δεν άκουγα, δεν ένιωθα. Μόνο αυτός ο ήχος υπήρχε. Και ξαφνικά η απόλυτη ησυχία. Τι έγινε; Τι συνέβη; Γιατί δεν ακούω τίποτα; Η μυρωδιά από το καμένο λάστιχο επανέφερε τις αισθήσεις μου. Με το χέρι μου ακούμπησα το καπό του αυτοκινήτου που είχε σταματήσει ακριβώς πίσω μου. Ο προφυλακτήρας του, ακουμπούσε το παντελόνι μου. Λίγα χιλιοστά ακόμα και... Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον οδηγό του. Άνοιξα το στόμα μου για να του μιλήσω, να του φωνάξω, να τον ρωτήσω γιατί... Αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από μέσα μου. Ασυναίσθητα έκανα στο πλάι, για να περάσει το αυτοκίνητο. Τα παιδιά περίμεναν στο πεζοδρόμιο για να τα περάσω απέναντι. Τα κοίταξα, και οι αισθήσεις μου επέστρεψαν. Είχα δουλειά να κάνω. Έπρεπε να περάσω τα παιδιά απέναντι με ασφάλεια. Δεν είχα χρόνο να σκεφτώ τι πραγματικά έγινε. Τα αυτοκίνητα συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται δίπλα μου, σαν να μην συνέβαινε τίποτα και τα παιδιά με κοιτούσαν στα μάτια περιμένοντας το νεύμα μου να περάσουν. Το κουδούνι χτύπησε, οι πόρτες του σχολείου κλείδωσαν και οι δρόμοι άδειασαν. Τα κατάφερα και σήμερα. Όλα τα παιδιά πήγαν στο σχολείο τους με ασφάλεια. Το μεσημέρι που θα σχολάσουν, θα είμαι πάλι εδώ να τα περάσω απέναντι. Οι γονείς τους τα περιμένουν στα σπίτια τους. Θα είμαι εδώ πάλι αύριο...
(συνεχίζεται)
* Από το ημερολόγιο ενός σχολικού τροχονόμου