Ταυτόχρονα αναλογίζομαι και τα λάθη, μικρά και μεγάλα, λάθη που η εμπειρία της ζωής και η ωριμότητα με βοήθησαν να τα ξεπερνώ και να μην τα επαναλαμβάνω, όσο είναι αυτό εφικτό.
Τρέχω πίσω, στα χρόνια τα παλιά και θυμάμαι την απλότητα, την αθωότητα της ζωής, την αγνότητα, την ομορφιά της φύσης. Αναλογίζομαι πως είναι δυνατόν να γυρίζεις σε μια εποχή που οι ανέσεις ήταν λίγες, η επικοινωνία ελάχιστη και η τεχνολογία βάδιζε με αργά βήματα χωρίς να είναι προσιτή σε όλους.
Πρόσφατα πέρασα από το Μέτσοβο κι έφερα στο μυαλό μου τον δρόμο της Κατάρας. Ο Αυχένας της Κατάρας αποτελεί το πιο ορεινό οδικό δίκτυο στην χώρα με υψόμετρο 1700μ. Αυτόν τον ορεινό όγκο της Πίνδου προσπάθησε να διασχίσει ένας δεσπότης πριν από δυο αιώνες περίπου. Σταμάτησε σε ένα ξέφωτο και λίγο πριν ξεψυχήσει, καταράστηκε το μέρος. Έτσι πήρε το όνομα της η Κατάρα, ο Κάμπος του Δεσπότη.
Όσοι οδηγοί, κυρίως βαρέων οχημάτων, έχουν διαβεί αυτόν τον παλιό δρόμο μπορούν να εκτιμήσουν την ευκολία και την αμεσότητα της σημερινής Εγνατίας Οδού. Μπορούν να καταλάβουν και το ρητό του Καζαντζάκη, «Ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος».
Σαν τον δρόμο της Κατάρας υπάρχουν άπειρα παραδείγματα από στιγμές και σκηνές που αναπολούμε ως δύσκολα και δύσβατα μονοπάτια σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Πολλά από αυτά μπορεί να τα προσπεράσαμε, να τα αφήσαμε πίσω σαν μια δυσάρεστη ανάμνηση αλλά η σκληρή πραγματικότητα της ψυχρής κοινωνίας μας, σφράγισε το χαμόγελο, την ειλικρίνεια, την ντομπροσύνη, την ανιδιοτέλεια. Όπως διασχίζουμε τα τούνελ της Εγνατίας Οδού, μέσα σε ένα κλειστό, ασφυκτικό περιβάλλον, χάνοντας την ομορφιά του τοπίου, έτσι κινούμαστε στις καθημερινές μας συναλλαγές. Βαδίζουμε σε σκοτεινά, κρυφά, απρόσιτα τούνελ, χωρίς φως και διέξοδο, παραδομένοι στα πάθη του εγώ μας. Καταντήσαμε άνθρωποι ψηφιακοί, χωρίς καρδιά και συναισθήματα.
Είμαστε τυχεροί που διαβάζουμε ακόμη αρχαίους φιλόσοφους, λογοτέχνες και συγγραφείς με παγκόσμια ακτινοβολία. Πώς να αγνοήσουμε τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζάκη, τον Βάρναλη, τον Καρκαβίτσα, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Ελύτη. Είμαστε κληρονόμοι μιας τεράστιας πολιτιστικής συλλογής και αποδειχτήκαμε ανάξιοι διάδοχοι.
Σήμερα, στη διαστημική, ηλεκτρονική εποχή, αισθανόμαστε την ανάγκη να γυρίσουμε πίσω. Θέλουμε να ακούμε ακόμη Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Μοσχολιού, Αλεξίου, Πουλόπουλο, Μητροπάνο και εκατοντάδες τραγουδιστές που έγραψαν ιστορία. Αναζητούμε τον Χατζηδάκη, τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Πλέσσα, τον Λοΐζο. Νοσταλγούμε τις ερμηνείες των τραγουδιστών, τους στίχους και τις μελωδίες στιχουργών και συνθετών που εκφράζουν γενιές ολόκληρες.
Ζούμε σε μια πλούσια χώρα και την φτωχύναμε γιατί η ηθική μας παρακμή έφερε ανισότητα, μίση και διχόνοιες. Ψάχνουμε αγωνιωδώς έναν οδηγό, μια πυξίδα για το παρόν και το μέλλον. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη και τις παραλείψεις του παρελθόντος. Να εκτιμήσουμε όσα παραλάβαμε και να τα αξιοποιήσουμε εποικοδομητικά σε κλίμα συνεργασίας και ομόνοιας. Να ζήσουμε με απλότητα απωθώντας τα πολύπλοκα, πονηρά υλικά αγαθά που απολαμβάνουμε πρόσκαιρα χωρίς καμιά ουσία για την συνέχεια του βίου μας.
Χρειάζεται να έχουμε οδηγό την ποιότητα από το παρελθόν. Να περιοριστούμε στα λίγα, σε αυτά που αξίζουν και δίνουν νόημα στη ζωή μας, σε όσα συμβάλλουν στη δημιουργία και δίνουν προοπτική για το παρόν και το μέλλον.
Γιάννης Τσαπουρνιώτης