«Σεβασμιώτατε, εχθές βράδυ ξεχάσατε ανοιχτά τα φώτα του γραφείου σας. Ή μήπως εργάζεσθε μέχρι αργά;».
Με αυτά τα λόγια με πλησίασε μια νέα κυρία, λίγες ημέρες μετά την ενθρόνισή μου, έξω από τη Μητρόπολη, αρχές Απριλίου 2014.
«Πως λέγεσαι;», τη ρώτησα.
Και μου απάντησε: «Εύα, Εύα Μαμούρη».
«Και που ξέρεις ότι ήταν αναμμένα τα φώτα του γραφείου μου;», την ξαναρώτησα.
«Μένω κοντά, απέναντι από εσάς», μού εξήγησε.
«Και εσύ γιατί ξενυχτάς;» τη ρώτησα εκ νέου.
«Έχω μωρό και μικρά παιδιά» είπε και έλαμψε το πρόσωπό της.
Κάπως έτσι γνώρισα την Εύα. Απλά, ανθρώπινα, απροσχημάτιστα.
Έκτοτε συναντηθήκαμε πολλές φορές. Έμαθα ότι ήταν αρχιτέκτονας, μουσειολόγος.
Γίναμε φίλοι, συνεργαστήκαμε σε διάφορα θέματα. Ζήτησα τη συνεργασία της για τη μελέτη και ανακαίνιση του Εκκλησιαστικού Μουσείου που λειτουργεί μέσα στο Μητροπολιτικό Μέγαρο.
Οι ιδέες της πρωτοποριακές, οι προτάσεις της καινοτόμες. Ομολογώ ότι ιδιαίτερα με εντυπωσίασε η προσωπικότητά της, η οξυδέρκεια της, ο επαγγελματισμός της, η αγάπη της για τη μουσειολογία.
Επισκέφθηκα το Μουσείο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Νερού στη Νάουσα, όπου εργάστηκε. Μαζί επισκεφθήκαμε και το Μουσείο της Μητροπόλεως Κοζάνης, για να πάρουμε ιδέες και ερεθίσματα για τη δική μας δουλειά.
Δεν προλάβαμε να προχωρήσουμε, να ολοκληρώσουμε αυτό που ξεκινήσαμε. Η ασθένεια και η αναχώρησή της από αυτή τη ζωή, ανέκοψαν τα σχέδιά μας.
Της υποσχόμαστε ότι θα κρατήσουμε ως παρακαταθήκη τις φαεινές ιδέες της, θα εφαρμόσουμε τις προτάσεις της και θα ολοκληρώσουμε εμείς το έργο που ξεκινήσαμε μαζί.
Οι επισκέπτες του Εκκλησιαστικού Μουσείου μας θα διαβάζουν σε κάποια γωνιά το όνομά της. Η μητέρα της, τα αδέλφια της και κυρίως τα παιδιά της θα ξέρουν ότι η Εύα είναι παρούσα κοντά μας.
Σταματούν εδώ τα δικά μας λόγια.
Με στήριγμα τη χριστιανική πίστη στην Ανάσταση του Χριστού και την Αιώνια Ζωή, αφιερώνουμε στην Εύα τους παρακάτω στίχους του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη.
Τι λοιπόν ;
Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;