Στην προηγούμενη επίσκεψή του ο Ερντογάν έθεσε με τον πιο επίσημο τρόπο θέμα «αναθεώρησης» της Συνθήκης της Λωζάνης, ξεκαθαρίζοντας ότι οι διαφορές με την Ελλάδα αφορούν στην ακεραιότητα, το ενιαίο και αδιαίρετο της εδαφικής επικράτειας της χώρας μας.
Έκτοτε στα χρόνια που πέρασαν είδαμε τόσο την κυβέρνηση Τσίπρα, όσο και την κυβέρνηση Μητσοτάκη να προχωρά σε de facto «αναθεώρηση» της Συνθήκης σε βάρος της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας, υιοθετώντας στην πράξη τις αιτιάσεις της Τουρκίας, όσον αφορά στην επανοριοθέτηση του Έβρου, τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας στα νησιά και ολόκληρο το Αιγαίο, την αποφασιστική υπονόμευση της αμυντικής ικανότητας της χώρας έναντι της διογκούμενης τουρκικής απειλής, αλλά και την ολοκληρωτική εγκατάλειψη της Κύπρου. Κι όλα αυτά με όρους μιας πρωτοφανούς μεταπολεμικά μυστικής διπλωματίας στο παρασκήνιο, που προετοίμαζαν κάθε φορά τα επόμενα «τετελεσμένα» σε βάρος της Ελλάδας καθ’ αποδοχή παλιότερα της κυβέρνησης Τσίπρα και κατόπιν των κυβερνήσεων Μητσοτάκη.
Αυτή τη φορά ο Ερντογάν επισκέπτεται για να απαιτήσει την μετατροπή της de facto «αναθεώρησης» σε de jure διαμέσου του αποκαλούμενου Ανώτατου Συμβουλίου Ελλάδας-Τουρκίας. Αναφερόμενος ο κ. Ερντογάν σε συνέντευξή του σε γνωστό φερέφωνο της πολιτικής του ενδοτισμού και της μειοδοσίας, στο κατά πόσον είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας για την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο, διατύπωσε τη θέση ότι σε μία πιθανή προσφυγή πρέπει να συμπεριληφθούν όλα τα θέματα. Όχι μόνο η υφαλοκρηπίδα.
Με τον τρόπο αυτό η τουρκική πλευρά συνδέει για πρώτη φορά και με τον πιο επίσημο τρόπο μια πιθανή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο με μια συνολική αμφισβήτηση της εθνικής υπόστασης, αυθυπαρξίας και αυτοδιάθεσης της Ελληνικής επικράτειας. Θέτει στην ουσία ζήτημα όχι μόνο αμφισβήτησης των συνόρων, αλλά και επαναχάραξής τους, χωρίς κανενός είδους προηγούμενη δέσμευση. Ούτε με βάση τους κανόνες του διεθνούς δημοσίου δικαίου και του δικαίου της Θάλασσας, αλλά ούτε καν με δεδομένη τη Συνθήκη της Λωζάνης. Στην πράξη ο Ερντογάν συνδέει μια τυχόν προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη με μια συζήτηση επί της ελληνικής κυριαρχίας με όρους tabula rasa, δηλαδή «άγραφου πίνακα», όπου τα σύνορα, οι όροι και τα δικαιώματα κυριαρχίας της Ελλάδας σε έδαφος, αέρα και θάλασσα, θα συζητηθούν εκ του μηδενός.
Σ’ ολόκληρη την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων πρόκειται για την πιο προκλητική και ευθεία αμφισβήτηση, όχι μόνο της εδαφικής κυριαρχίας, αλλά και της ίδιας της εθνικής υπόστασης της Ελλάδας. Η Ελλάδα για τον κ. Ερντογάν δεν είναι ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος με βάση τους κανόνες διεθνούς δικαίου, αλλά ένας «γείτονας», ένας συνεταίρος στο ΝΑΤΟ με τον οποίο η Τουρκία μοιράζεται θάλασσες, νησιά, εδάφη και πόρους της περιοχής.
Κι αυτό οφείλει να το αποδεχθεί ο ελληνικός λαός ως «τετελεσμένο» – μιας και το επίσημο κομματικό και πολιτικό κατεστημένο της Ελλάδας το έχει ήδη αποδεχθεί. Αυτό είναι το νόημα της νέας επίσκεψης Ερντογάν. Και πρέπει ο ελληνικός λαός να αποδεχθεί οριστικά αυτό το παλιό δόγμα των Νεότουρκων, ότι ο ίδιος δεν υφίσταται ως έθνος κι επομένως δεν έχει κανένα δικαίωμα αυτοδιάθεσης, εκτός από εκείνο που του αναγνωρίζει η Τουρκία και οι μεγάλοι του ξένοι προστάτες, γιατί μόνο έτσι «τα προβλήματα θα επιλυθούν στο πλαίσιο του διαλόγου και της καλής θέλησης» όπως μας είπε ο κ. Ερντογάν.
Αυτόν ακριβώς τον διάλογο επιθυμεί η Τουρκία και μαζί της οι μεγάλοι μας Σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με πρωτεργάτες τις ΗΠΑ, που επί χρόνια πιέζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις να αποδεχθούν ότι βάση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν είναι μόνο η υφαλοκρηπίδα, αλλά η κυριαρχία της Ελλάδας πρωτίστως στο Αιγαίο.
Είναι ο ίδιος διάλογος, η ίδια καλή θέληση που προσέφερε ανέκαθεν ως εναλλακτική κάθε επίδοξος κατακτητής. Ο ίδιος διάλογος και η ίδια καλή θέληση που προσέφερε με το τελεσίγραφό της και η φασιστική Ιταλία, προκειμένου η Ελλάδα να γλυτώσει τον επερχόμενο πόλεμο. Μόνο που σήμερα δεν υπάρχει κανένας πρωθυπουργός πρώην και νυν, κανένας αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος, κανένας επαγγελματίας πολιτικός της επίσημης δεξιάς και αριστεράς, που να τολμά να ξεστομίσει ένα «όχι». Η εθελοδουλία, η μειοδοσία, ο δωσιλογισμός πρώτα και κύρια απέναντι στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, έχει οδηγήσει το σημερινό πολιτικό προσωπικό δεξιάς και αριστεράς σε επίπεδα ξεπεσμού που ξεπερνούν ακόμη κι εκείνα του φασιστικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Η επίσημη πολιτική και οικονομική ολιγαρχία της χώρας έχει ξεγράψει την Ελλάδα προ πολλού. Υιοθέτησε και υλοποιεί τη μνημονιακή εκποίηση της Ελλάδας, πρώτα και κύρια από ίδιο συμφέρον. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να συμμετάσχει στις «μπίζνες» που δρομολογούν οι μεγάλοι επικυρίαρχοι μέσα από τη διάλυση ολόκληρων χωρών, λαών και εθνών. Μόνο που μ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν πρόκειται να αποφύγουμε τον πόλεμο, αντίθετα τον φέρνουμε πιο κοντά, τον κάνουμε πιο αναπόφευκτο, πιο καταστροφικό, πιο αδίστακτο για το λαό μας.
Το ΕΠΑΜ γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μόνος που μπορεί να πει αποφασιστικά «όχι» στην αυτοδιάλυση και τον εθνικό ακρωτηριασμό της χώρας, να αντιταχθεί σε μια τέτοια πρωτοφανή μειοδοσία, είναι ο ίδιος λαός. Αρκεί να κατακτήσει την ενότητά του πέρα και πάνω από υπονομευτικούς διαχωρισμούς και διαιρέσεις στις γραμμές του, που καλλιεργεί και ενθαρρύνει με κάθε μέσο το καθεστώς.
Αρκεί ο λαός να ξαναβρεί τον χαμένο του πατριωτισμό. Τον αληθινό πατριωτισμό του κι όχι τον «πατριωτισμό» της διχόνοιας και του μίσους, ούτε τον «πατριωτισμό» της επιδείξεως, των χειλέων και του φθόνου, όπως ονόμαζε ο Τερτσέτης την «πατριωτική υποτέλεια» των εκάστοτε εγχώριων ιθυνόντων με άνωθεν και έξωθεν πλάτες. Είναι ο πατριωτισμός, που, όπως έλεγε ο εισηγητής του Συντάγματος του 1844, «ἔδωκε τὸ μεγαλεῖον τοῦ ὀνόματος εἰς τὸν Έλληνα, ὁ πατριωτισμός που παρηκολούθησε πάντοτε καὶ παντοῦ κατὰ πόδα αὐτὸν, ὁ πατριωτισμὸς που ἀνέδειξεν αὐτὸν ἐκ δούλου ἐλεύθερον, ὁ πατριωτισμός που ἀπήλλαξεν αὐτὸν τῆς ξενικῆς καχεξίας.»
Το ΕΠΑΜ λοιπόν καλεί για μια ακόμη φορά όλους όσοι συναισθάνονται την απειλή σε συστράτευση, συμπαράταξη, συνεργασία και ενότητα κατά του κοινού εχθρού, δηλαδή κατά του επίσημου καθεστώτος εκποίησης και διάλυσης της πατρίδας. Το ΕΠΑΜ δεν θα πάψει να αγωνίζεται για την αφύπνιση και την ενότητα του ίδιου του λαού με πρωταρχικό σκοπό να ανακτήσει την κυριαρχία της χώρας του, που τόσο βάναυσα εκποιείται εδώ και 13 χρόνια.
Αθήνα, 6 Δεκεμβρίου 2023
Η Πολιτική Γραμματεία του ΕΠΑΜ