Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Για τον Βαγγέλη. «Πώς να σε λησμονήσω…»

Δεν είναι λίγες οι στιγμές στην ζωή μας κατά την οποία αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε εγκλωβισμένοι σε υποχρεώσεις, έγνοιες και προβλήματα που μας καθηλώνουν, περιορίζουν την ελευθερία μας και δεν μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τις αληθινές αξίες και προτεραιότητες.

Μια τέτοια αξία, ένα λαχείο ζωής μου έλαχε και μένα όταν, εκ Θεού, γνώρισα το 1987 στο πανεπιστήμιο, τον αλησμόνητο φίλο μου, τον Βαγγέλη.

Έχουν περάσει πάνω από δυο χρόνια από την ημέρα που έφυγε από κοντά μας. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, σε συνδυασμό και με την απώλεια της μητέρας μου, με έκανε να αισθανθώ φτωχός και ταυτόχρονα πλούσιος. Φτωχός γιατί έχασα ένα σπουδαίο άνθρωπο, ένα δυνατό στήριγμα, έναν ΦΙΛΟ. Πλούσιος γιατί φόρτωσα μέσα μου ιδανικά που αγνοούσα και ήταν αναγκαία για να με κρατήσουν όρθιο.



Ότι και να γράψω, όσα μνημόσυνα κι αν κάνω για τον συγκεκριμένο άνθρωπο δεν μπορούν να αποτυπώσουν την πραγματική εικόνα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του. Μόνο όσοι τον έχουν γνωρίσει από κοντά, οι φίλοι και οι οικείοι του, μπορούν να συναισθανθούν τα λεγόμενα μου και να περιγράψουν τον πολυδιάστατο και σπάνιο χαρακτήρα του.
Ο Βαγγέλης δεν κρυβόταν πίσω από την αλήθεια. Δεν δίσταζε να την ξεστομίσει. Δεν άκουγες από τα χείλη του αυτά που ήθελες για τον εαυτό σου, για να αισθανθείς ασφαλής και ήσυχος. Η κρίση του απέδιδε αυτά που διέκρινε πραγματικά γιατί η ειλικρίνεια και η ντομπροσύνη του ήταν ιδιαίτερα γνωρίσματα του και τα ενεργοποιούσε για να σε βοηθήσει αληθινά, με ανιδιοτέλεια.
Δεν ήταν μοιρολάτρης, ούτε ζητούσε «ελεημοσύνη» όποια δυσκολία κι αν βίωνε. Μεγαλώνοντας στο Καρπενήσι, μέσα σε μια πολύτεκνη, υγιή οικογένεια ψήθηκε για τα καλά στα δύσκολα και στην μετέπειτα πορεία του ήξερε να φροντίζει τον εαυτό του, ακόμη και να σιδερώνει, να μαστορεύει, να μαγειρεύει, να πλένει, να καθαρίζει, να φροντίζει  το νοικοκυριό του.
Ήταν ένας νέος άνθρωπος, αλλά προικισμένος με σοφία και ευφυΐα ογδοντάχρονου. Η καλοπροαίρετη διάθεση του, το αστείρευτο χιούμορ του, οι ανεξάντλητες μιμητικές του ικανότητες, η έφεση του στη ζωγραφική και στην αγιογραφία, η πλούσια θεολογική του κατάρτιση, μα πάνω από όλα η σπάνια καρδιά του είναι στοιχεία που θα ζήλευε, κατ’ εμέ,  κάθε κοινός θνητός.
Φέρνω στην μνήμη μου το υπέροχο πορτρέτο που είχε επιμεληθεί για την αγαπημένη του Χαρούλα, δίπλα στο προσκέφαλο του και ταυτόχρονα την ερμηνεία της στο τραγούδι «Πώς να σε λησμονήσω…» του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τους στίχους να μπαινοβγαίνουν καθημερινά στα αυτιά μου: «Πώς να σε συντροφεύσω καλέ μου στον ουρανό που πας, κουράγιο που να κλέψω αητέ μου που δεν φτεροκοπάς».
Ως φοιτητής αρχικά κι αργότερα ως Θεολόγος καθηγητής έμοιαζε σαν ένας μικρός μαθητής του Χριστού που με θάρρος κήρυττε ασάλευτη τη διδασκαλία του στον σύγχρονο κόσμο. Σε αυτόν τον κόσμο των επιρροών, των παθών, της πονηριάς, της διαφθοράς ο Βαγγέλης παρέμεινε άφθαρτος και ταυτόχρονα προσαρμόστηκε απόλυτα στις ανάγκες και τις εξελίξεις της εποχής. Ένα λεβέντης, ένα «κόζι» που με τζιν παντελόνι μετέδιδε στους ακροατές του κατάλληλα και απλοϊκά τα βαθύτερα νοήματα της Ορθοδοξίας.
Τέλειος άνθρωπος δεν υπάρχει. Είχε κι αυτός τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης. Όταν όμως στην σάπια κοινωνία μας απουσιάζουν τέτοιοι άνθρωποι καλό θα ήταν να σπάμε την μονοτονία και να εκθειάζουμε τη διαφορετικότητα.
Η ματαιοδοξία των πρόσκαιρων, υλικών απολαύσεων δεν μπορεί να συγκριθεί με την ποιότητα ενός τέτοιου ανθρώπου την παρουσία του οποίου νοσταλγώ με απερίγραπτο εγωισμό. Λαχταρώ να γύριζα το χρόνο πίσω. Να εκμεταλλευτώ κάθε ώρα και στιγμή που σπατάλησα σε κενόδοξα πειράματα και δεν αφιέρωσα περισσότερο χρόνο ακούγοντας τις συμβουλές του, μιμούμενος και τις πράξεις του.
Όταν μας λείπει κάτι σημαντικό, κάτι που χάραξε την ζωή μας τότε το εκτιμούμε πραγματικά.
Ο Βαγγέλης ήταν ένα πρότυπο που απουσιάζει από την κοινωνία μας. Επειδή έχουμε φτωχύνει ηθικά και πνευματικά, έχουμε αδυνατίσει από αρχές και αξίες, οφείλουμε (έστω και μέσα από προσωπικά βιώματα) να προβάλλουμε  τουλάχιστον αυτούς που δεν είναι κοντά μας, αλλά η ζωή τους αξίζει να αποτελεί παράδειγμα για τους ζώντες.


Γιάννης Τσαπουρνιώτης