με τις 160 σελίδες
στον Α΄ τόμο (
α … μ )
της συλλογής λέξεων και εκφράσεων
από την παράδοση και την λαογραφία
της Ανατολικής Θράκης
ΑΓΓΕΛΟΣ
ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ
προσωπικά ακούσματα
όμορφες εμπειρίες
τόμος Α΄ ( α … μ )
συλλογή λέξεων και εκφράσεων από την παράδοση και την λαογραφία
της Ανατολικής Θράκης
ΑΙΓΙΝΙΟ - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016
απόσπασμα από τον Πρόλογο
έντιμα
Αγγελος Αγγελίδης
δεν είναι εύκολο να είσαι απόλυτος όταν ασχολείσαι με θέματα
που έζησαν και ακούμ-πησαν οι υπόλοιποι ή πάνω τους ακούμπησαν τόσες και τόσες
άλλες ψυχές.
τα όνειρα, οι πράξεις και τα έργα, οι ………..
…….. θαρρώ πως κι
άλλοι ως τώρα τόχουν πει …… ¨ ο
ήλιος πάντα θα ναι κει
και φως θα στέλνει απ την αυγή ¨
αγαπητέ μου
• η δουλειά αυτή
δεν αποτελεί επιστημονική μελέτη ούτε θα ήθελα να εκληφθεί ως ανάλογο.
• έχει
πραγματικές πηγές την λαϊκή καθημερινότητα και το σύγχρονο διαδίκτυο.
• βασίστηκε σε
¨προσωπικά μου ακούσματα και εμπειρίες¨ στο διάβα των εξήντα περίπου χρόνων
πλάι στους γονείς μου και τους οικείους, στις γειτονιές και στις πλατείες,
στους δρόμους, στους αγρούς, στα σχολειά, στις εκκλησιές του τόπου που
γεννήθηκα, που μεγάλωσα κι ένιωσα ως τώρα να θυμάμαι (Λιμπάνοβο-Αιγίνιο
Πιερίας).
• όσο για την
αξία των ¨λέξεων¨ δεν την έψαξα στην πιστή ορθογραφία και στη καλλιγραφία, μα
μόνο σε εκείνο τον ήχο που με μάγευε και στα σημάδια που έστελναν στο νου και
στη ψυχή μου.
Αγγελος Αγγελίδης
αβέρτατζης (ο)
|
·
προσδιορίζει τον
άνδρα μέσης ή προχωρημένης ηλικίας που πασχίζει να ζει και να κινείται σε
κατάσταση απόλυτης ελευθερίας και χωρίς περιορισμούς
·
προσδιορίζει τον
άνδρα μέσης ή προχωρημένης ηλικίας που συμμετέχει σε δοσοληψίες μεγάλων
ποσοτήτων
·
συμμετέχω σε δοσοληψίες
χωρίς μικροϋπολογισμούς
· ¨χουβαρντάς
|
αβερτατζίδκο (το)
|
·
προσδιορίζει την
κατάσταση απόλυτης ελευθερίας και χωρίς περιορισμούς
·
προσδιορίζει την
κατάσταση κατά την οποία είναι πιθανά όλα τα ενδεχόμενα
· δοσοληψία χωρίς μικροϋπολογισμούς
|
αβλαντελέλς (ο)
αβλαντελέλ(ι)ς
|
· προσδιορίζει τον άνδρα μέσης ή προχωρημένης ηλικίας
που περιφέρεται και κινείται άσκοπα φλυαρώντας και διασκεδάζοντας μέσα στους
δρόμους ή στα καφενεία με σκοπό την προσωπική του ικανοποίηση και ευχαρίστηση
· επιπόλαιος
· τυχοδιώκτης
· ¨καλοπερασάκιας¨
|
άπραχτος
|
· χαρακτηρισμός άνδρα μέσης ή προχωρημένης ηλικίας που
δεν τηρεί την στοιχειώδη σειρά και τάξη στις δουλειές του με συνήθη συνέπεια
τις πολλές ζημίες
· ανοικοκύρευτος
· απρόσεκτος
|
απτάλς (ο)
απτάλ(ι)ς
|
· ο άνθρωπος που δεν διαθέτει τακτική και ούτε υπακούει
στους καθιερωμένους τρόπους τόσο ως προς τις κινήσεις του κατά το περπάτημα
όσο και στην αντιμετώπιση των άλλων
|
αραβάν (το)
αραβάν(ι)
|
· χαρακτηρισμός γρήγορου και σταθερού βαδίσματος
· περιγραφή επιβολής κάποιου σε άλλο πρόσωπο ή ομάδα
ώστε να κινούνται γρηγορότερα ή να δουλεύουν σε έντονους ρυθμούς
|
αραβάνια (τα)
|
· φυλή αλόγων που είναι
λιτοδίαιτα, υπομονετικά, εύκολα στην εκπαίδευση, φιλικά στον άνθρωπο με
ιδιαίτερα ήρεμο βάδισμα (πλαγιοτροχασμός) ακόμη και σε ορεινές περιοχές,
ιδανικά για τη μεταφορά ανθρώπων ή υλικών και σε όλες τις καιρικές συνθήκες
ενώ η ζωή τους μπορεί να ξεπεράσει τα τριάντα χρόνια
|
αράζω
|
· βρίσκω ένα ήρεμο μέρος και αναπαύομαι
· απολαμβάνω την απομόνωσή μου
|
αραλίκ (το)
αραλίκ(ι)
|
· οι στιγμές που κάποιος αισθάνεται ελεύθερος και άνετα
χωρίς να τον ταλαιπωρούν έστω και πρόσκαιρα κάποιες σκέψεις και
υποχρεώσεις
|
αραμπάς
(ο)
|
· το μεταφορικό κάρο
|
αραμπατζής
(ο)
|
· αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει το κάρο
· ο υπεύθυνος χειριστής του κάρου κατά την κίνησή του
|
αράν (το)
αράν(ι)
|
· κατασκευή σχεδόν πρόχειρη, στεγασμένη αλλά όχι
κλειστή από όλες τις πλευρές που προστατεύει μόνο από την βροχή και τον ήλιο
|
γκέμια (τα)
|
·
σχοινιά ή λεπτά
λουριά που δένονται εκατέρωθεν της κεφαλής ενός ζώου ώστε με το σχετικό
τράβηγμά τους να αλλάζει κατεύθυνση κίνησης το ζώο ή να σταματάει εντελώς την
κίνησή του
·
τα τρία σχοινιά
που δένονται πάνω στον χαρταετό και σχηματίζουν τριγωνική πυραμίδα με σκοπό
να τον συγκρατούν στο κεντρικό μεγάλο σχοινί (καλούμπα)
|
γκεσέμ (το)
|
·
το προπορευόμενο
πρόβατο ενός κοπαδιού (συνήθως αρσενικό) που ανοίγει το δρόμο και χαράζει
πορεία
·
ο προπορευόμενος
σε μια πορεία
·
ο αρχηγός
·
ο οδηγός
|
γκιόλ
|
·
ο δρόμος
|
γκιόλ (το)
γκιόλ(ι)
|
·
μικρό κοίλωμα
στο έδαφος όπου μαζεύονται νερά
|
γκιόλα (η)
|
·
μεγάλο κοίλωμα
στο έδαφος όπου μαζεύονται νερά
·
το πολύ γεμάτο
με υγρά στομάχι
|
γκιουβερντίζω
|
·
τοποθετώ πάνω σε
δυνατή φωτιά (¨πυρωστιά¨) μια επίπεδη πυρίμαχη λαμαρίνα και πάνω ρίχνω υλικά
(συνήθως ξηρούς καρπούς) για να τα αποξηράνω τελείως ώστε να γίνουν ¨τραγανά¨
αλλά και να πάρουν την ιδιαίτερη και χαρακτηριστική γεύση του ¨καμένου¨
·
ξεροψήνω
|
γκιουγούσ (το)
|
·
το μέρος στο
στήθος πάνω από το στομάχι μέχρι το λάρυγγα
·
η περιοχή του
στέρνου
·
ο κόρφος
|
Γκιουμουρτζίνα (η)
|
·
η πόλη Κομοτηνή
στο Νομό Ροδόπης
|
γκλάβα (η)
|
·
περιγράφει την
ικανότητα ενός ατόμου με αντίληψη, γνώση, κριτική σκέψη και αποτελεσματική
αντιμετώπιση των προβλημάτων
·
το μυαλό
·
ο εγκέφαλος
·
το κεφάλι
|
γκλίτσα (η)
|
·
ξύλινη δυνατή
μακριά ράβδος περίπου δύο μέτρων καλά γυαλισμένη και πολλές φορές στολισμένη
με χαραγμένα σχήματα ή γράμματα και με χαρακτηριστικό έμβλημα στο πάνω μέρος
που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να στηρίζεται ή να καθοδηγεί το ποίμνιό του ή
να αμύνεται σε πιθανές επιθέσεις άγριων ζώων
|
γκντιέμαι
γκντ(γ)ιέμαι
|
·
μπαίνω έστω και
δύσκολα
·
χώνομαι
·
τρυπώνω
|
γκούμπζα
|
· βαθιά γαβάθα συνήθως ξύλινη
χειροποίητη ή τσίγκινη για σερβίρισμα διαφόρων υδαρών και ζεστών φαγητών
·
μεγάλη
και βαθιά ¨σουπιέρα¨
|
Γκουνιά (η)
|
·
το χαϊδευτικό όνομα
μεγάλης σε ηλικία γυναίκας που ακούει στο κανονικό όνομα Κωνσταντίνα
|
γκούντρα
|
·
μικρή ποσότητα
·
λίγο
|
γκούντρο (το)
|
·
λίγο
·
μικρό
·
λειψό
·
ελλειμματικό
|
γκουρλομάτα (η)
|
·
ζιζάνιο χωραφιών
που δημιουργεί προβλήματα στις συστηματικές αγροτικές καλλιέργειες
|
γκουρλομάτς
|
·
άνδρας που έχει
υπερβολικά μεγάλα μάτια
·
η φυσιογνωμία
του εξόφθαλμου
|