Πριν τις γιορτές ένας φίλος με ρώτησε πόσο συνάλλαγμα να πάρει μαζί του για μια οργανωμένη 8/ήμερη εκδρομή στην Αγγλία. Θα ταξίδευε μαζί με δυο άλλες φιλικές οικογένειες και ήθελε να υπολογίσει πόσο περίπου θα του στοιχίσει.
Του απάντησα ότι 1.500 ευρώ δεν θα του φτάσουν, και καλύτερα να καθίσει στα αβγά του και να μη πάει πουθενά. Αυτός όμως ήταν αποφασισμένος:
- Έλα μωρέ, δε θα ξοδέψουμε και πολλά. Το ξενοδοχείο είναι ημιδιατροφή, οπότε μόνο το βράδυ θα τρώμε έξω. Όλα τα άλλα, ξεναγήσεις, μουσεία, κλπ. είναι πληρωμένα.
Έτσι, όταν ήλθε η μέρα της αναχώρησης ήταν όλος χαρά και αγωνία. Σε ένα χαρτί μάλιστα είχε γράψει καμιά 50/ριά Αγγλικές λέξεις και προτάσεις, για να μπορεί να συνεννοηθεί, αν χρειαζόταν. Είχε στην τσέπη του 300 λίρες συνάλλαγμα, δηλαδή περίπου 500 ευρώ.
Όταν μετά από 10 μέρες επέστρεψαν από την εκδρομή, είχε κάτι μούτρα κατεβασμένα, μαύρο χάλι.
- Τι έγινε, ρε συ; τον ρώτησα. Πώς περάσατε; Τι λέει η Αγγλία;
- Άστα, μη τα ρωτάς.. Τέτοια λαχτάρα δεν έχω πάθει στη ζωή μου. Καλά μου είπες ότι θα πληρώσω τα μαλλιά της κεφαλής μου. Μας έγδαραν σαν αρνιά!
Πρώτα πρώτα το φαγητό στο ξενοδοχείο δεν τρωγόταν με τίποτα. Μας σέρβιραν κάτι απαίσια φαγητά σαν χόρτο, μικρές μερίδες σαν κουτσουλιά, γαρνιρισμένα με κάτι τεράστια φύλλα μαρούλι για να φαίνονται μεγάλες και χορταστικές. Ένα σου λέω μόνο, ότι πέθανα στην πείνα και λαχταρούσα πότε θα γυρίσουμε στην Ελλάδα…
Ύστερα, μας πήγαν ξενάγηση σε κάτι μουσεία, να μας δείξουν τι ρούχα φορούσε η βασίλισσα τον 16ο αιώνα, αφηρημένες ζωγραφικές και άλλα τέτοια. Ξεπατώθηκα στον ποδαρόδρομο, χώρια που δεν καταλάβαινα τίποτα.
Ο καιρός συνέχεια έβρεχε και έκανε κρύο. Από εδώ είχαμε πάρει μόνο λίγα ελαφριά ρούχα, οπότε αναγκαστήκαμε και αγοράσαμε χοντρά ρούχα και μάλλινες κάλτσες για να μη την αρπάξουμε.
Το πρώτο βράδυ αποφασίσαμε να βγούμε έξω. Ήμασταν και πεινασμένοι, οπότε πήραμε ένα ταξί και του είπαμε να μας πάει σε ένα καλό εστιατόριο. Πληρώσαμε 70 ευρώ στο ταξί, και μας πήγε σε ένα παραδοσιακό restaurant, με κεριά, λουλούδια, και ζωντανή μουσική. Μάλιστα τα βιολιά ήλθαν και στο τραπέζι μας και έπαιξαν πάνω απ’ το κεφάλι μας.
Οι γυναίκες παρήγγειλαν τα φαγητά, κι εμείς οι άντρες τα ποτά. Το γκαρσόνι δεν πίστευε στα αυτιά του όταν, συνηθισμένος όπως ήμουν από τη Λήμνο, παράγγειλα 5-6 μπουκάλια καλό κρασί, χωρίς να ρωτήσω πρώτα πόσο κάνουν. Στο τέλος παρήγγειλα και ουίσκι, μια και βρισκόμασταν στη χώρα που το παράγει.
Να μην τα πολυλογώ, όταν ήλθε ο λογαριασμός για έξι άτομα, έπεσε κεραυνός στο κεφάλι μου: 340 λίρες, δηλαδή 550 ευρώ!
Το χειρότερο από όλα ήταν ότι την άλλη μέρα οι γυναίκες ήθελαν να ψωνίσουν. Δε σου λέω τίποτα. Όχι μόνο μου έφυγε όλο το συνάλλαγμα χωρίς να το καταλάβω, αλλά δανείστηκα άλλα τόσα για να μη γίνω και ρεζίλι. Είχες δίκιο. Η εκδρομή μου βγήκε πολύ ξινή. Μαζί με τα εισιτήρια μου έφυγαν συνολικά 1.800 ευρώ. Και να πεις ότι το ευχαριστήθηκα; Συνέχεια σκεφτόμουνα πότε θα γυρίσουμε πίσω, να συνέλθω από την κούραση, να βάλω στο στόμα μου κάτι να χορτάσω, να ζεσταθεί το κοκαλάκι μου στον ήλιο, να συνέλθω από τη μεγάλη λαχτάρα!
Το ίδιο βράδυ δώσαμε ραντεβού με το φίλο μου και τις γυναίκες σε ταβερνάκι εδώ, δικό μας παραλιακό. Παραγγείλαμε από όλα, μεζέδες, τζατζίκια, ταραμοσαλάτες, μαρουλοσαλάτες, πατατοσαλάτες, χταποδάκι, μπουγιουρντί, μύδια σαγανάκι, καλαμάρια γεμιστά, γάβρο, κουτσομούρα, σαρδέλες παντρεμένες κι όλα τα καλά του Θεού. Ήπιαμε 5-6 μπουκάλια ρετσίνες και κοκκινέλι, ακούσαμε το γλυκό μπουζουκάκι με θέα τη θάλασσα, και η καρδιά του φίλου μου ήλθε στη θέση της.
Πληρώσαμε όλο κι όλο μόνο από 28 ευρώ - η φρουτοσαλάτα και το κυδώνι γλυκό ήταν προσφορά του μαγαζιού. Του φίλου μου του φάνηκαν όλα τόσο φτηνά, που κέρασε άλλα 3 μπουκάλια κρασί τα διπλανά τραπέζια.
Από τότε ο φίλος μου δεν θέλει να ακούσει για εξωτερικό, και λέει συνέχεια:
Ελλάδα και πάλι Ελλάδα...