π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.
Με αφορμή τη «λύση» που έχει προτείνει η Κυβέρνηση για το Εθνικό θέμα των ημερών μας θεωρώ πως θα ήταν ευκαιρία να δούμε ιστορικά τι είναι αυτό το Μακεδονικό Πρόβλημα πριν αναλύσουμε την πρόταση-απόφαση της Κυβέρνησης.
Είναι γνωστή η περιπλοκή του Μακεδονικού αλλά είναι και αποκαρδιωτικά θλιβερό να υπάρχει αυτή η σύγχυση για το κομμάτι αυτό της νεότερης, μετά το 1821, ιστορίας μας.
Την πορεία του θα μπορούσαμε να τη χωρίσουμε σε τρεις κομβικές περιόδους:
Την Πρώτη περίοδο από το 1850 και μέχρι και το 1924, οπότε αναβίωσε ο πανσλαβισμός με πρωτοβουλία της Τσαρικής Ρωσίας και πολιορκητικό κριό κυρίως τον Βουλγάρικο αλυτρωτισμό με τρομερές αντιδράσεις και θυσίες από τους Έλληνες της Μακεδονίας και όχι μόνον -Κρήτες, Πελοποννήσιοι, Ρουμελιώτες και άλλοι Νησιώτες ήταν παρόντες στον αγώνα εκείνο-, μέχρι την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912-13. Μιλάμε λοιπόν γι’ αυτή την περίοδο, πριν από την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον Οθωμανικό ζυγό, οπότε με πρωτοβουλία της Ρωσίας και στα πλαίσια της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου τον Μάρτιο του 1878 με τους Τούρκους δημιουργήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία που άρχιζε από τον Δούναβη και έφθανε μέχρι το Αιγαίο και περιελάμβανε όλη τη Μακεδονία, από την Ξάνθη μέχρι τη Φλώρινα-Καστοριά -εκτός της Πόλεως της Θεσσαλονίκης και των σημερινών Ν. Χαλκιδικής και Πιερίας- και έφθανε μέχρι την Κορυτσά, που τότε εθεωρείτο ελληνική περιοχή.
Στη μεγάλη Βουλγαρία υπάγονταν και τα σημερινά Σκόπια-πΓΔΜ και ολόκληρη η κοιλάδα του Αξιού μέχρι τη Θάλασσα (Μια μύτη μεταξύ των ποταμών Γαλλικού και Αλιάκμονα). Αν και καταργήθηκε η συνθήκη αυτή με τη Συνθήκη του Βερολίνου τρεις μήνες αργότερα, ο μεγαλοϊδεατισμός της Βουλγαρίας διατηρήθηκε και οδήγησε σε σφαγές Ελλήνων και Ελληνικής συνείδησης Σλαβομακεδόνων με κορυφαία την Επανάσταση του Ίλιντεν το 1903. Αυτό ήταν η αφορμή για την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), με το Ελληνικό Κράτος να μη μπορεί μεν να εμπλακεί επισήμως αλλά μυστικά επιτρέπει σε Έλληνες Αξιωματικούς (Παύλος Μελάς, Σαράντος Αγαπηνός, Μαζαράκης, Δεμέστιχας κ.ά) να περνούν τα σύνορα για να οργανώσουν αντίσταση στους νέους κατακτητές, τους Βουλγάρους Κομιτατζήδες, αλλά και στους παλιούς, τους Τούρκους Οθωμανούς
Η Δεύτερη περίοδος αρχίζει το 1924, όταν ο «Μακεδονικός» αλυτρωτισμός αποκτάει σύμμαχο και στο εσωτερικό της χώρας στο «πρόσωπο» του νεότευκτου τότε ΚΚΕ το οποίο ταυτίζεται με τη Γ΄ Κομμουνιστική Διεθνή και με τη θέση της για δημιουργία Ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης στα πλαίσια της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Η Ομοσπονδία αυτή ήταν το όραμα του Στάλιν για τα Βαλκάνια και το όχημα για την έξοδο της νέας Ρωσίας, της Σοβιετικής Ένωσης, στο Αιγαίο. Την θέση αυτή την κράτησε το ΚΚΕ μέχρι το 1935, οπότε και αναθεώρησε μερικώς και λεκτικά.
Προς το τέλος της Κατοχής, το ΚΚΕ/ΕΛΑΣ επανέφερε το θέμα από την πίσω πόρτα όταν με τις αντιστασιακές οργανώσεις του Εμβέρ Χότζα της Αλβανίας και τον Τίτο της Γιουγκοσλαβίας συνέστησαν το Κοινό Αντιστασιακό Στρατηγείο. Ήταν η περίοδος όταν με την προτροπή του Τίτο Σλαβόμακεδόνες-Σλαβόφρονοι εντάχθηκαν στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δημιουργώντας ο ΕΛΑΣ, με παρέμβαση του Τίτο-Τέμπο, το ΝΟΦ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο-Ναρόντνο Οσλομπουντίλνο Φρόντ) που θα αποτελούσε τον Δούρειο Ίππο των εθνικιστικών στόχων της Γιουγκοσλαβίας επί της «Μακεδονίας του Αιγαίου» όπως αποκαλούσαν την Ελληνική Μακεδονία..
Οι ημέρες, εβδομάδες λίγο πριν, αλλά και τρεις-τέσσερις μήνες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ήταν οι πιο κρίσιμοι καθώς τα προβλήματα στο εσωτερικό της Ελλάδας (ΕΑΜοκρατία, ακυβερνησία, η Στάση των Δεκεμβριανών κλπ) έδιναν την ευκαιρία στους Βουλγάρους, αφού άλλαξαν στρατόπεδο, να πιέζουν να παραμείνουν στη Μακεδονία, αλλά η παρέμβαση του Τσώρτσιλ, μετά από απαίτηση του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, προς τον Στάλιν στις 12 Σεπτεμβρίου 1944, το απέτρεψε. Τις ίδιες ημέρες, στις 20 Σεπτεμβρίου 1944, οι Έλληνες Κομμουνιστές «παρακαλούσαν» να μπουν τα Σοβιετικά στρατεύματα στην Ελλάδα, έστω και για λίγο, αποστέλλοντας μάλιστα τον υπεύθυνο του ΚΚΕ Ανατολικής Μακεδονίας «σύντροφο Ερυθριάδη» στη Σόφια να επιδώσει σχετικό αίτημα στον Σοβιετικό Στρατάρχη Τολμπούχιν όπως αναφέρει ο 2ος Γραμματέας του ΚΚΕ Γιάννης Ιωαννίδης στο βιβλίο του, «Αναμνήσεις». Ο Τολμπούχιν αρνείται να πράξει κάτι τέτοιο, γιατί δεν έχει τέτοιες οδηγίες. Προφανώς, αυτό έγινε μετά την παρέμβαση του Τσώρτσιλ.
Την ίδια στιγμή, ο Τίτο αναβιώνει την ιδέα ίδρυσης «Μακεδονικού Κράτους» με την ένωση της Μακεδονίας του Βαρδάρη (Γιουγκοσλαβία), της Μακεδονίας του Πιρίν (Βουλγαρία) και της «Μακεδονίας του Αιγαίου» (Ελλάδα). Ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Εδ. Στεττίνιους εκδίδει τότε μία διπλωματική νότα προς όλες τις πρεσβείες της περιοχής η οποία καταλήγει: «Η (αμερικανική) κυβέρνηση θεωρεί ότιαναφορές όπως μακεδονικό "έθνος", μακεδονική "πατρίδα" ή μακεδονική "συνείδηση" συνιστούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπ-τρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές (τις αναφορές) την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας». Το θέμα παγώνει εκεί από την πλευρά των γειτόνων. Στο μεταξύ, ο Τίτο το 1945 -χωρίς να αντιδράσει κανείς εφόσον εθεωρείτο εσωτερικό θέμα της γείτονος- δημιουργεί τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως ομόσπονδη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Επανέρχεται όμως το θέμα στο εσωτερικό μέτωπο όταν το νεότευκτο «κράτος της Ελεύθερης Ελλάδας» («κράτος» που αυθαίρετα είχε ιδρύσει το ΚΚΕ στις 23 Δεκεμβρίου 1947, εν μέσω εμφύλιου σπαραγμού) δεχόταν την εισήγηση του Ζαχαριάδη στην 5η Ολομέλεια του ΚΚΕ τον Ιανουάριο του 1949 και αποφάσιζε, υποσχόμενο στους Σλαβομακεδόνες που είχαν συνταχθεί με τον «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» και είχαν πολεμήσει με «αυτοθυσία και ηρωϊσμό» που «τάδοσε όλα» ότι, όταν νικήσει «…ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας και η λαϊκή επανάσταση…» «…ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως την θέλει ο ίδιος, προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποχτήσει».
Τα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η Ελλάδα μπαίνει στο ΝΑΤΟ και στα άλλα δυτικοευρωπαϊκά σύνολα, ενώ οι βόρειοι γείτονές της μπαίνουν στο «Σύμφωνο της Βαρσοβίας» και είτε γίνονται δορυφόροι της Σοβιετικής Ένωσης είτε ουδετεροποιούνται (Γιουγκοσλαβία) είτε πηγαίνουν με την Κίνα (Αλβανία). Η Ελλάδα ήταν διστακτική στο να θέσει προβλήματα τόσον προς τη Γιουγκοσλαβία -διότι, εκείνη την περίοδο, ο Τίτο ήταν το «αγαπημένο παιδί» της Δύσης- όσον και προς τη Βουλγαρία. Όμως και κάθε φορά που έθετε θέματα Εθνικά σε σχέση με τις βόρειες χώρες, αντιμετώπιζε πάντοτε τις αντιδράσεις της Κοινοβουλευτικής Αριστεράς η οποία ποδηγετούμενη από το παράνομο εκείνη την περίοδο κομμουνιστικό κόμμα αντιδρούσε λέγοντας ότι η Ελλάδα είναι κίνδυνος για την Παγκόσμια Ειρήνη, την ασφάλεια των Λαϊκών Δημοκρατιών κλπ. Να μην ξεχνούμε ότι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που εξέπεμπαν στα Ελληνικά από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ήταν, ίσως, περισσότεροι από τους Ελληνικούς Σταθμούς τη δεκαετία του ΄50.
Τα χρόνια πέρασαν χωρίς μείζονες αναταράξεις. Όμως στο εσωτερικό του Ομόσπονδου Κρατιδίου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας γινόταν μια γιγαντιαία προσπάθεια οικειοποίησης της Ελληνικής Μακεδονικής Ιστορίας, του σφετερισμού του Φιλίππου, του Μεγ. Αλεξάνδρου, όχι όμως και του Αριστοτέλη, της Γλώσσας, του ονόματος και από τότε άρχισαν να χτίζουν αργά και μεθοδικά το «Μακεδονικό Έθνος».
Η επίσημη Ελλάδα απούσα και φοβική, μήπως και κατηγορηθεί σαν «χωροφύλακας των Αμερικάνων» «στην δημοκρατική Βαλκανική» και «στη Μεσόγειο της Ειρήνης», κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Οι όποιες αντιδράσεις Ελλήνων Ιστορικών και πολιτικών για τις κυοφορούμενες εξελίξεις στα Σκόπια, θάφτηκαν στις κραυγές, στις εξαλλοσύνες και στους προπηλακισμούς των «προοδευτικών» αριστερών εκείνων των χρόνων. Και οι λίγοι εκείνοι Έλληνες συνέχισαν μεν να χτυπούν το καμπανάκι, το οποίο όμως δεν ακούγονταν καθώς οι έξαλλοι τους κατηγορούσαν, όπως και σήμερα εξάλλου, ως αμετανόητους Εθνικιστές, λακέδες του ιμπεριαλισμού κλπ.
Έτσι, ενώ οι Σκοπιανοί προωθούσαν εκ του μηδενός τις αλυτρωτικές τους βλέψεις οικοδομώντας Έθνος Μακεδονικό, Υπηκοότητα Μακεδονική, Γλώσσα Μακεδονική κλπ., εμείς εδώ, η συντριπτική πλειοψηφία του Λαού, φοβισμένοι και μουδιασμένοι υποχωρούσαμε όταν οι τότε ψευτοπατριώτες και οι εθνομηδενιστές, οι γεννήτορες των σημερινών, μάς κατηγορούσαν σαν Εθνικιστές λες και το να αγαπά κανείς το έθνος του είναι κάτι άσχημο, κάτι ντροπιαστικό...
Η Τρίτη περίοδος είναι αυτή από το 1991 και μέχρι σήμερα. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και όταν δημιουργούνταν το Κράτος των Σκοπίων, φάνηκε σαν να ξυπνήσαμε. Τότε είδαμε πώς δούλευαν οι γείτονές μας με τον μεγάλο ειρηνοποιό, κατά την αριστερά, Τίτο. Ένα Σλαβικό φύλο που έφθασε στην περιοχή τον 7ο-8ο μετά Χριστόν αιώνα, ισχυριζόταν πως είχε ως Ιστορία και Γενάρχη τον Μέγα Αλέξανδρο, ήταν κληρονόμος της Αρχαίας Μακεδονικής Κληρονομιάς, έβαλε στη σημαία του το σήμα της Βεργίνας και ασπάσθηκε ένα Σύνταγμα σύμφωνα με το οποίο στόχευε στην απελευθέρωση όλων των Μακεδόνων… όπου Γης..
Τότε σαν να ξυπνήσαμε. Συγκλήθηκε στις 13 Απριλίου 1992 το Συμβούλιο των Αρχηγών των Κομμάτων της Βουλής υπό την Προεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και πήρε μία απόφαση που όμως σε κάποιον βαθμό μπορεί να ήταν βεβιασμένη και υπερβολική αλλά δικαιολογημένη με όσα ήλθαν στην επιφάνεια την περίοδο εκείνη.
Σε κάθε περίπτωση, με τη σθεναρή στάση της Ελλάδος κατορθώθηκε να μη γίνει η χώρα αυτή μέλος του ΟΗΕ με το Συνταγματικό της όνομα παρά ως FYROM και να μη μπορεί να γίνει δεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ -πράγμα που το επιθυμεί διακαώς μέχρι σήμερα- εκτός και αν επιλύσει η χώρα αυτή τις διαφορές της με την Ελλάδα. Δυνατά όπλα στα χέρια μας. Θέσαμε κόκκινες γραμμές πού όλες έγιναν δεκτές σχεδόν από όλα τα κόμματα έστω και για τα μάτια του κόσμου ακόμη και από τους εξαλλοαριστερούς, εθνομηδενιστές που σήμερα μας κυβερνούν που σήμερα τις καταργούν.
Θα έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ένα όνομα κοινά αποδεκτό που θα είναι ίδιο για όλες τις χρήσεις, δεν θα παραπέμπει σε αλυτρωτισμούς, δεν θα υποδηλώνει ανιστόρητους εθνικισμούς και θα απαλειφθούν όλες οι αλυτρωτικές αναφορές στο Σύνταγμά τους… Όπως λοιπόν σε εβδομήντα χρόνια με τα ψέματα μεγάλωσαν ως «Μακεδόνες» και με δεδομένο αυτό αν επιμέναμε στο να δεχθούν τις ιστορικά αντικειμενικές κόκκινες γραμμές μας, θα μπορούσαν να επιβιώσουν αποδεχόμενοι τις αλήθειες της Ιστορίας. Να απολαύσουν τους καρπούς της δικής τους ύπαρξης και σε μερικά χρόνια να ξεχάσουν αυτό που έκλεψαν, για να είναι και να ζήσουν ως καλοί γείτονες αυτό που πραγματικά είναι. Προφανώς και δεν ντρέπονται να χαρακτηρίζονται Σλάβοι, που έχουν τη δική τους σλαβική, κατά πλειοψηφία, γλώσσα, και αλβανική για τους Αλβανούς, που έχουν την δική τους ιστορική διαδρομή από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στην περιοχή, και προφανώς θα μπορούσαν να αποφασίσουν αυτοί την εθνότητα ή εθνότητες που αποτελούν.
Αντί αυτού όμως, αυτοί που σήμερα μας κυβερνούν, χωρίς να τηρήσουν καμιά από τις δικές τους -αν ποτέ είχαν- κόκκινες γραμμές, ξεχνούν και τις Εθνικές κόκκινες γραμμές. Τα δίνουν όλα. Εξάλλου, αυτής της κατηγορίας ακροαριστεροί-εθνομηδενιστές, πάντα θεωρούσαν το όνομα σαν επουσιώδες, τη σημαία του κράτους ως πανί, θεωρούσαν ότι η Μεσόγειος ως θάλασσα ανήκει στα …ψάρια και πολλά τέτοια, φαιδρά μεν αλλά αληθινά. Και αν μέχρι σήμερα οι Σκοπιανοί έκαναν ό,τι έκαναν και χωρίς τη δική μας υπογραφή και χωρίς να σεβαστούν την Παγκόσμια Ιστορία η οποία έχει αποφανθεί τελεσίδικα για την Ελληνικότητα του Μεγάλου Μακεδόνα Στρατηλάτη, μπορεί κανένας να δει, να φανταστεί τί θα μπορούσαν να κάνουν στο μέλλον όντας μέσα στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή ως Β. Μακεδονία και τον αλυτρωτισμό αχαλίνωτο;