Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Ανοιχτή επιστολή 20 επιστημόνων και μελών του ΔΙΔΕΑΔΥ: Εμμονή στο αδιέξοδο των αλλεπάλληλων και καταστροφικών lockdown

Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε με αυξανόμενη ανησυχία τις δράσεις των δημόσιων αρχών που έχουν αναλάβει τη διαχείριση της επιδημίας COVID-19 στην Ελλάδα. Η προσέγγιση τους πολλές φορές χαρακτηρίζεται από αντικρουόμενες εκτιμήσεις και δηλώσεις...

αποτυχία στην επικοινωνία για την υγεία, δημιουργία κλίματος φόβου, αδιαφάνεια, επιστημονικά ατεκμηρίωτες αποφάσεις και εμμονή στη διαχείριση με αποκλειστική χρήση οριζόντιων και ακραίων περιορισμών.

Είναι απορίας άξιο πώς το οριζόντιο lockdown, ένα μέτρο δημόσιας τάξης που έχει αποδεδειγμένα καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού και που αποτελεί πρακτικά τη μοναδική επιλογή των αρχών, χαρακτηρίζεται «έξυπνο μέτρο» και θεωρείται ενδεδειγμένη στρατηγική αντιμετώπισης ενός προβλήματος Δημόσιας Υγείας. Δεν είναι τυχαίο ότι φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτηρίζουν το lockdown ως την τελευταία και προσωρινή λύση ανάγκης, με σκοπό να κερδηθεί χρόνος για την ενίσχυση και αναπροσαρμογή των στοχευμένων μέτρων διαχείρισης της επιδημίας. Ενώ η φυσική απόσταση είναι ένα από τα σημαντικά εργαλεία αντιμετώπισης του προβλήματος, η μονοδιάστατη και συνεχής εφαρμογή οριζόντιων και ακραίων περιορισμών αποτελεί περισσότερο ένδειξη αμηχανίας και απόγνωσης, παρά ισορροπημένης και έξυπνης διαχείρισης. Εφαρμόζεται μάλιστα πολλές φορές αναίτια και ατεκμηρίωτα, όπως για παράδειγμα πρόσφατα στο σύνολο του Νομού Φθιώτιδας, όπου σημαντικός αριθμός κρουσμάτων καταγράφεται μόνο σε συγκεκριμένα δημοτικά διαμερίσματα, 90 χλμ. μακριά από την πρωτεύουσα του Νομού.

Η εμμονή στο μέτρο του οριζόντιου lockdown παρουσιάζεται ως «εναρμόνιση» με την υπόλοιπη Ευρώπη, μιας περιοχής που αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή στη διαχείριση της κρίσης. Γίνεται συχνά συζήτηση για τη θνησιμότητα από COVID-19 στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν λαμβάνεται υπόψη ότι το πρώτο πραγματικό κύμα της επιδημίας εμφανίστηκε στη χώρα το φθινόπωρο του 2020, ενώ η Ελλάδα έχει συνολικά μια από τις χαμηλότερες τιμές πληθυσμιακής πυκνότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (κυρίως σε περιοχές εκτός Αττικής) και μακράν λιγότερους τροφίμους σε οίκους ευγηρίας (όπου η θνητότητα είναι δραματικά αυξημένη), σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συνεχίζουμε να χάνουμε την ευκαιρία που μας προσέφερε το πρακτικώς ανύπαρκτο, λόγω χαμηλής διασποράς, πρώτο κύμα και οι επόμενοι μήνες επιδημιολογικής ύφεσης, ώστε να σχεδιάσουμε ένα σύστημα αντιμετώπισης της επιδημίας στην κοινότητα. Καταλήξαμε έτσι να έχουμε ένα από τα σκληρότερα και μακρύτερα σε διάρκεια lockdown στην Ευρώπη (κι όχι μόνο), το οποίο προφανώς συνεχίζει να μη λύνει το πρόβλημα, παρόλο που ο πληθυσμός παρουσιάζει αξιοσημείωτη συμμόρφωση, σε σύγκριση με άλλες χώρες, σύμφωνα με τα αντικειμενικά στοιχεία κινητικότητας του Google Mobility. Ταυτόχρονα, προκαλεί εντύπωση η αναξιοπιστία των χρονοδιαγραμμάτων των οριζόντιων μέτρων εγκλεισμού, που ποτέ δεν έχουν τηρηθεί, αλλά συνεχώς παρατείνονται, δείχνοντας επίσης την απουσία συγκροτημένης στρατηγικής.

Όπως αναμενόταν, το αδιέξοδο της διαχείρισης οδήγησε σε σπασμωδικές, ανέφικτες και προβληματικές προτάσεις, όπως για παράδειγμα ο αποκλεισμός πάρκων, το κλείσιμο αρχαιολογικών χώρων, ο περιορισμός της κίνησης σε εξωτερικούς χώρους, η «ποινικοποίηση» της σωματικής άσκησης και η απαγόρευση μετακινήσεων μετά από συγκεκριμένες ώρες. Μέτρα αυτού του είδους επιβαρύνουν την υγεία του πληθυσμού και πιθανότατα επιδεινώνουν το πρόβλημα, αυξάνοντας το συγχρωτισμό σε λιγότερο διαθέσιμο χρόνο (π.χ. σε σουπερμάρκετ και μέσα μεταφοράς) ή παρακινώντας σε συγκεντρώσεις σε κλειστούς χώρους (π.χ. οικίες). Και μάλιστα σε περίοδο με σχετικά καλές κλιματικές συνθήκες, για την εποχή. Επιπλέον, πλήττεται βάναυσα η ψυχική ισορροπία των παιδιών, με τις συνεχείς αποφάσεις ανοίγματος και κλεισίματος των σχολείων, στηριζόμενες σε αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα από την επιστημονική κοινότητα, που τη μια παραδέχονται ότι τα σχολεία δεν συμβάλλουν σημαντικά στη διασπορά του ιού και λίγο αργότερα συστήνουν και πάλι το κλείσιμό τους. Όλα αυτά αποφασίζονται προφανώς για την προστασία των νοσοκομείων, που πιέζονται διότι η μονοδιάστατη στρατηγική και η ανυπαρξία μέτρων πρόληψης στην κοινότητα, κατέληξε σε έναν αδιέξοδο φαύλο κύκλο διαχείρισης του προβλήματος αποκλειστικά από τα νοσοκομεία, πολλές φορές ακόμη και σε επίπεδο δειγματοληψίας και διαγνωστικού ελέγχου. Συνεπώς, τη βασική αρχή της αντιμετώπισης των επιδημιών στην κοινότητα τη μετατρέψαμε σε πρόληψη στο τριτοβάθμιο νοσοκομείο.

Μετά από τόσους μήνες, η συνεχιζόμενη στρατηγική διαχείρισης της κρίσης Δημόσιας Υγείας με αποκλειστικό εργαλείο το οριζόντιο lockdown γίνεται με τρόπο που προσβάλλει την επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία. Η κόπωση, η παρατεταμένη στέρηση βασικών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων (ακόμη και του δικαιώματος στην εργασία και στην αξιοπρεπή διαβίωση), χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις της διαφάνειας, της πληροφόρησης και της επιστημονικής τεκμηρίωσης, και οι βλάβες για την κοινωνία, συσσωρεύονται, αποθαρρύνοντας τη συμμετοχή των πολιτών. Επιπλέον, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της διαχείρισης μέσω του lockdown μπορεί να οδηγήσουν σε βλάβες μεγαλύτερες από τα ενδεχόμενα, αλλά αμφίβολα πλέον, οφέλη. Είναι τεράστια η ευθύνη των αρχών και της επιστημονικής κοινότητας που διαχειρίζονται την κρίση να εμμένουν αποκλειστικά σε ανεπαρκή, αναποτελεσματικά, βάναυσα και βάρβαρα για την κοινωνία μέτρα, που ορισμένες φορές επιβάλλονται με προσβλητικό και απαξιωτικό για την ανθρώπινη υπόσταση και τα δημοκρατικά ήθη τρόπο. Ταυτόχρονα, δεν διατυπώνονται δημόσια προτάσεις για χρήση επιπρόσθετων, πραγματικών εργαλείων Δημόσιας Υγείας, ώστε να περιοριστεί δραστικά η ανάγκη για ακραίο και οριζόντιο εγκλεισμό.

Απαιτείται, έστω και τώρα, άμεση αλλαγή της στρατηγικής διαχείρισης, με αντιμετώπιση της επιδημίας στην κοινότητα, βασισμένη σε στοχευμένα προληπτικά μέτρα Δημόσιας Υγείας, όπως η συνταγογράφηση του διαγνωστικού τεστ, η σοβαρή επιδημιολογική επιτήρηση αντί των τυφλών και «τυχαίων» δειγματοληψιών, και η άμεση λήψη αποφάσεων ένταξης των χιλιάδων ιατρών του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση της επιδημίας σε επίπεδο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και όλα αυτά σε συνδυασμό με επιλεκτικά και πιο εξειδικευμένα, αντί για οριζόντια και αναποτελεσματικά, μέτρα φυσικής απόστασης. Τέλος, η επικοινωνία για τη Δημόσια Υγεία θα πρέπει επιτέλους να βασίζεται στην ειλικρίνεια, στη διαφάνεια και στην επιστημονική τεκμηρίωση, αντί να γίνεται εργαλείο διαχείρισης μιας ανεπαρκούς και δυνητικά καταστροφικής για την κοινωνία στρατηγικής.

Δίκτυο Διαλόγου, Έρευνας και Ανάλυσης για τη Δημόσια Υγεία

https://www.dideady.gr/
https://www.dideady.gr/index.php/poioi-eimaste