Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Κοτύωρα (Ορδού), το καμάρι των Ελλήνων του Πόντου, μέσα από τις περιγραφές του Σάββα Ι. Κανταρτζή

«Την προπολεμική εποχή τα Κοτύωρα είχαν 15.000 κατοίκους: 7500 Έλληνες, 4500 Τούρκους και 3000 Αρμένιους.
Ως την εποχή που ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ζωή κυλούσε ήρεμα και ειρηνικά. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι δεν είχαν μόνο ασφάλεια ζωής και περιουσίας, αλλά διάθεταν και απεριόριστες, περίπου προνομιακές ελευθερίες. Έτσι το εμπόριο και όλη η οικονομική ζωή του τόπου, τα βιοτεχνικά επαγγέλματα, η επιστήμη, βρίσκονταν στα χέρια τους.

Ενώ οι Τούρκοι, εκτός από τους μεγάλους χτηματίες, τους μπέηδες και τους αγάδες, τους αξιωματικούς του στρατού και της χωροφυλακής και τους δημόσιους υπαλλήλους (ασήμαντη αριθμητική μειοψηφία ελάχιστα παραγωγικών ανθρώπων), ήταν καθυστερημένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, βαρκάρηδες, εργάτες, αγωγιάτες και χαμάληδες.

Τις Κυριακές και τις χριστιανικές γιορτές, όλα τα καταστήματα ήταν κλειστά κι’ η αγορά έρημη. Απαγορευόταν αυστηρά, όχι μόνον οποιαδήποτε εργασία, αλλά και κάθε αγορά και πώληση, ακόμα και είδη πρώτης ή έκτακτης ανάγκης, για ένα σπίρτο, για μια βελόνα, για ένα χαρτοφάκελο ή για ένα ψωμί, που λησμόνησε να προμηθευτεί η σπιτονοικοκυρά το Σάββατο. Ακόμα και τα λιγοστά τούρκικα καταστήματα παρέμειναν κλειστά κι’ οι χωρικοί Τούρκοι δεν κατέβαιναν στην αγορά για να πωλούν τα προϊόντα τους ή να κάνουν ψώνια.

Από την εκκλησιαστική λατρεία, τις Κυριακές ή τις άλλες μέρες, δεν έλειπε κανείς. Αν έλειπε, την επομένη θα δεχόταν την επίσκεψη του ποιμένα, που θα του ζητούσε εξηγήσεις και θα του έκανε συστάσεις να μη επαναληφτεί το κακό.

Τυπική και σκιώδης είχε καταντήσει η τουρκική κυριαρχία. Ουσιαστικά οι Έλληνες και κατά δεύτερο λόγο, οι Αρμένιοι ήταν οι κυρίαρχοι.Οι κύριοι της αγοράς, του χρήματος και των μέσων και αγαθών της ζωής, ελεύθεροι να επεκτείνουν την επιχειρηματική και πολιτιστική τους δραστηριότητα σ’ όλες τις κατευθύνσεις, ελεύθεροι ν’ ανεβάσουν όσο παίρνει πιο ψηλά το βιοτικό, μορφωτικό και κοινωνικό τους επίπεδο. Με τον ρυθμό αυτό, που προόδευαν, θα μπορούσαν να καταλύσουν ή απορροφήσουν, αθόρυβα και ειρηνικά το τουρκικό κράτος και να εκχριστιανίσουν την χώρα.

Η ίδια ελευθερία υπήρχε και στα σχολεία. Ούτε ανάμιξη είχαν, ούτε έλεγχο ασκούσαν οι αρχές, ως το σημείο που η ελληνική ιστορία και η εθνική μας επανάσταση διδάσκονταν συστηματικά, χωρίς περιορισμό, ενώ για την τουρκική ιστορία μαθαίναμε γενικά και αόριστα πράγματα. Κανένας μαθητής δεν γνώριζε τον εθνικό τουρκικό ύμνο, ενώ τον ελληνικό, όπως και τα επαναστατικά θούρια του Φεραίου, τα «Μαύρη’ η νύχτα στα βουνά», «του Κίτσου η μάνα», «ώ λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου», «Σαν τέτοια ώρα στα βουνά , ο Παύλος πληγωμένος» κι’ όλα τα πατριωτικά άσματα τα ήξεραν όλοι από τη νηπιακή τους ηλικία, και τα τραγουδούσαν, όχι μόνο στα γλέντια, στις γιορτές, στις εξοχές, αλλά και στα σχολεία, σαν να είμασταν στην Ελλάδα.

Την είχαμε την λευτεριά με το παραπάνω και την χορταίναμε με το σώμα και την ψυχή μας. Η ελευθερία για τους Έλληνες, την εποχή εκείνη, δεν ήταν μια ανάγκη για την ζωή και την πρόοδο, αλλά μόνο ζήτημα εθνικής αξιοπρέπειας και φυλετικού γοήτρου. Η Ελλάδα ήταν η μητέρα πατρίδα. Αυτή ήταν το είδωλο της αγάπης και της λατρείας των Ελλήνων του Πόντου, αυτή συγκέντρωνε τους πόθους και τις λαχτάρες τους, στο πρόσωπο της ενσαρκωνόταν η έννοια της ελευθερίας, κι’ αυτής το μεγαλείο και η δόξα ήταν το όνειρο ζωής και το ιδανικό τους. Δεν μας έλειπε καθόλου η Ελευθερία. Κι’ αν την ψέλναμε συχνά σαν ερωτικό άσμα, την Ελλάδα και το μεγαλείο της είχαμε στο νού και την καρδιά, και δεν εκφράζαμε καϋμούς και στεναγμούς βασανισμένης από την σκλαβιά ψυχής. Για δημοκρατία και σοσιαλισμό δεν είχαμε ακούσει ποτέ και δεν ξέραμε τίποτε.

Γι’ αυτό και, όταν το 1908 έγινε η επανάσταση που ανάτρεψε τον Χαμήτ και κήρυξε το σύνταγμα, καμμιά χαρά και συγκίνηση δεν δοκίμασαν οι Έλληνες, μάλλον ανησύχησαν και μελαγχόλησαν, έχοντας την προαίσθηση ότι όλα αυτά μπορούν να βγούν σε κακό. Από τα επίσημα πανηγύρια που έγιναν για να γιορταστεί το «ιστορικό» γεγονός με λόγους, απαγγελίες και ύμνους, η ελληνική ψυχή απουσίαζε.

Ο ήρεμος, ομαλός και ελεύθερος τρόπος της ζωής των Ελλήνων ταράχτηκε λίγο, όταν ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος. Η στάση των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες άρχισε να γίνεται επιφυλακτική και κάπως εχθρική, αν και προσπαθούσαν να μη το φανερώνουν ανοιχτά. Οι δικοί μας, από την πλευρά τους, παρακολουθούσαν τα πολεμικά γεγονότα με χαρά κι’ ενθουσιασμό. Πανηγύριζαν, αθόρυβα και διακριτικά, τις νίκες του ελληνικού στρατού και στόλου με τον «Αβέρωφ», που είχε γίνει θρύλος, και σημείωναν στον χάρτη της Βαλκανικής χερσονήσου την απελευθέρωση των μακεδονικών και ηπειρωτικών πόλεων και των νησιών του Αιγαίου.

Κι’ όταν ακολούθησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος με τους Βουλγάρους, οι Έλληνες ξεφάντωσαν για καλά. Ξαφνικά γέμισαν οι βιτρίνες των ελληνικών χαρτοπωλείων και κορνιζοποιείων με μεγάλες χρωματιστές εικόνες, φερμένες από την Πόλη, που παράσταιναν τις μάχες του Κιλκίς, της Δοϊράνης, του Λαχανά και άλλων πόλεων και τόπων, που έγιναν ιστορικές με τα ηρωικά ανδραγαθήματα των λεβεντόκορμων εύζωνων και των θεριεμένων βρακοφόρων Κρητικών εναντίον των παράσπονδων συμμάχων. Έξω από τις βιτρίνες μαζεύονταν μικροί και μεγάλοι και ξεφάντωναν, χωρίς να λογαριάζουν τίποτε και κανέναν. Φυσικά οι εικόνες γίνονταν ανάρπαστες, κι’ οι μαθητές τις χρησιμοποιούσαν σαν μοντέλα, για να δοκιμάσουν το ζωγραφικό τους ταλέντο με ταυτόχρονη ικανοποίηση και επίδειξη της εθνικής τους περηφάνιας.

‘Όμως, η χαρά αυτή κι’ αυτές οι ελευθερίες, δεν βάσταξαν πολύ, όπως συμβαίνει μ’ όλα τα ανθρώπινα.

Με την δικαιολογία ότι κάνουν πόλεμο και πρέπει να παίρνουν έκτακτα στρατιωτικά μέτρα για την εσωτερική κι’ εξωτερική ασφάλεια του κράτους, μόλις μπήκε η Τουρκία στον πόλεμο, έβαλαν μπρος, ψυχρά και με λύσσα, το πρόγραμμα της συστηματικής εξόντωσης κι’ εξαφάνισης από το πρόσωπο της τουρκικής γης των χριστιανών-των Αρμενίων στην αρχή με άμεση γενική σφαγή, και των Ελλήνων στην συνέχεια, με το σύστημα των ομαδικών εκτοπίσεων, που τους συνόδευε ο θάνατος από την πείνα, το ψύχος, τις αρρώστιες, τις ταλαιπωρίες και τα λογιών λογιών βάσανα και βασανιστήρια

Έτσι η ειρηνική, ελεύθερη, ομαλή και χαρούμενη ζωή των χριστιανών στα Κοτύωρα, όπως και στον Πόντο και σ’ όλη την Τουρκία, με το ξέσπασμα του πολέμου (1914) ανατράπηκε σύρριζα με συνταραχτικές εξελίξεις. Και με τραγική κατάληξη, τον αφανισμό του χριστιανισμού, με σύμπραξη και των μεγάλων χριστιανικών κρατών, από τις προαίωνες εστίες του-την Μικρά Ασία και τον Πόντο.


Η Ψωμιάδειος Σχολή



Η Ψωμιάδειος Σχολή χτίστηκε το 1877 με γενναίες δωρεές του Κωνσταντίνουν Ψωμιάδη, Κοτυωρίτη, μεγάλου εμπόρου την εποχή εκείνη στην Πόλη, φανατικού πατριώτη και φλογερού των γραμμάτων και της παιδείας φίλου. Από αγάπη στον τόπο της καταγωγής του ξόδεψε 4.000 χρυσές λίρες, για να χτίσει στην γενέτειρα του το μέγαρο αυτό της παιδείας, που ήταν τότε το πιο επιβλητικό σχολικό χτίριο σ’ όλη την περιοχή του Πόντου, προτού χτιστεί το Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Το τελευταίο ιδρύθηκε μεν το 1862, όμως μόλις το 1902 κατόρθωσε ν’ αποχτήσει το γνωστό μεγαλοπρεπέστατο τετραώοροφο οικοδόμημα. Ο «Μέγας Ευεργέτης» Κωνσταντίνος Ψωμιάδης, όπως δίκαια τον ανακήρυξε η ελληνική κοινότητα Κοτυώρων, δεν περιορίστηκε μόνο να προικίσει την γενέτειρα του με το επιβλητικό διώροφο χτίριο, δωρικού ρυθμού, αναθέτοντας την εκτέλεση του έργου στον Κεφαλωνίτη αρχιτέκτονα Ιωσήφ Τυπάλδο. Αλλά φρόντισε και για την συντήρηση της Σχολής, μετά τον θάνατο του, με τα εισοδήματα του μεριδίου του από τέσσαρες ιδιόχτητες οικοδομές, που βρίσκονταν στην Πόλη.

Η Ψωμιάδειος Σχολή έδωσε μεγάλη ώθηση στην πνευματική ζωή των Κοτυώρων, που ήταν πριν πολύ καθυστερημένη, και πλούτισε την πολιτεία με αρκετούς μορφωμένους νέους. Μερικοί απ’ αυτούς ακολούθησαν ανώτερες σπουδές, έγιναν επιστήμονες ή ανάπτυξαν δημιουργική δραστηριότητα στην Ρωσσία, στην Πόλη και στην Ελλάδα, πριν και μετά την καταστροφή. Έγινε περίφημη η Σχολή αυτή, και για τους δασκάλους της, που ήταν όλοι διαλεγμένοι κι’ ολόψυχα αφοσιωμένοι στο έργο και την αποστολή τους. Κάποτε η Σχολή, είχε φτάσει να έχει και μέχρι ενάτη τάξη. Τα χρόνια 1907-1909 διευθυντής της χρημάτισε ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, που αργότερα δίδαξε, στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα είχε επιδοθεί στην συγγραφή και έκδοση, για το ευρύτερο κοινό, αξιόλογων έργων φιλοσοφικού στοχασμού και σχολιασμού.

Διευθυντής επίσης ήταν ο Νικόλαος Σουμελίδης, απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, που παράλληλα με τα μαθήματα του κήρρυτε τακτικά στις εκκλησίες τον λόγο του Θεού, με υποδιευθυντή τον Σταύρο Νικολαϊδη από την Νικόπολη (Καραχισάρ) του Πόντου, απόφοιτο θεολόγο της ίδιας Σχολής Χάλκης. Ο τελευταίος στην Ελλάδα πολιτεύτηκε από νωρίς, βγαίνοντας τακτικά βουλευτής Καβάλας και διακρίθηκε ιδιαίτερα σαν υπουργός Δημοσίων Έργων, αλλά και σαν συγγραφέας αξιόλογων έργων λογοτεχνικού, θρησκευτικού και ιστορικού περιεχομένου. Το 1916 διαδέχτηκε στην διεύθυνση της Ψωμιαδείου Σχολής τον Νικόλαο Σουμελίδη. Διδάσκαλοι από το 1914 ήταν ο συμπολίτης μας Ιωακείμ Σαλτσής, που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο Σαμψούντας, και ο θεολόγος Σουμελίδης, αδελφός του διευθυντή, διδάσκαλος των Γαλλικών.

Από τον πρώτο κι’ όλας χρόνο, που μπήκε η Τουρκία στον πόλεμο, φύσηξε, μέσα στα πλαίσια της αλλαγής των πραγμάτων σε βάρος των χριστιανών, διαφορετικός αέρας και στα ελληνικά σχολεία. Με διαταγή του υπουργείου Παιδείας έμπαιναν πολλοί περιορισμοί στα ελληνικά εκπαιδευτήρια. Η τουρκική γλώσσα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για τα περισσότερα μαθήματα, ενώ η ελληνική θα περιοριζόταν στα γλωσσικά μαθήματα και τα θρησκευτικά. Υποχρεωτικά μαθήματα μπήκαν στις ανώτερες τάξεις η τουρκική γλώσσα και γραφή, με αραβικά γράμματα, και η τουρκική ιστορία σε τουρκική γλώσσα.

Από τον Μάρτιο του 1915 πλύθαιναν οι αιφνιδιαστικές έρευνες στην Σχολή από τούρκικες αστυνομικές δυνάμεις με το πρόσχημα της εύρεσης όπλων! Όμως το γεγονός, σε συνδυασμό με άλλες ανάλογες ενέργειες, μέσα στην βαριά ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο πόλεμος, φανέρωνε τις υποψίες και τις διαθέσεις των αρχών και γέννησε νέες ανησυχίες στον χριστιανικό κόσμο.

Κάποιο πρωινό, προτού αρχίσουν τα μαθήματα, επιτροπή από Τούρκους επιθεωρητές έκανε αιφνιδιαστική επίσκεψη στο σχολείο. Τους υποδέχτηκαν ο διευθυντής κι’ οι δάσκαλοι στο διευθυντήριο, ενώ οι μαθητές είχαμε κλειστεί στις τάξεις μας. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα της δικής μας τάξης κι’ εμφανίστηκε ένας επιθεωρητής με δάσκαλο του σχολείου δίπλα του. Έριξε μια ματιά σ’ όλους τους μαθητές και κάλεσε στην τύχη έναν από το πρώτο κάθισμα στο διευθυντήριο. Τον κράτησαν εκεί περίπου δέκα λεπτά, υποβάλλοντάς του, παρουσία του διευθυντή και των δασκάλων, διάφορες παραπλανητικές ερωτήσεις για ν’ αλιεύσουν τα φρονήματα του και μάθουν τι διδάσκονται οι μαθητές στα ελληνικά σχολεία, από άποψη εθνικής, πολιτικής και πολιτειακής αγωγής και νομιμοφροσύνης.

Ενθυμούμαι τις ερωτήσει, που του έκαναν για τον βασιλέα- όπως μας τις είπε ο συμμαθητής μας, όταν γύρισε τρομοκρατημένος από το διευθυντήριο.

- Ποιος είναι ο βασιλιάς σας;
- Αυτός που είναι κι’ ο δικός σας.
- Πώς ονομάζεται;
- Δεν ξέρω.
- Μα πώς γίνεται να είναι ο βασιλιάς σας και να μην ξέρεις το όνομα του;

Κι’ όμως, μ’ όλη την ανεπάρκειά της, η απάντηση αυτή με τον αιφνιδιαμό που έπαθε ο δεκαπεντάχρονος μαθητής, ήταν η καλύτερη που μπορούσαν να δώσουν οι πολιτικά ανώριμοι μαθητές, ανάλογα με το τι διδάχτηκαν, τι έμαθαν και τι πίστευαν. Και φαντάζεται κανείς τι εντύπωση θα έκανε στους τούρκους επιθεωρητές και πόσο δύσκολη θα ήταν η θέση του διευθυντή της Σχολής και των δασκάλων, αν ο μαθητής, ξαφνιασμένος από την ανεπάντεχη ερώτηση, έλεγε ότι «βασιλιάς μας είναι ο Κωνσταντίνος».

-----------------------

ΚΟΤΥΩΡΑ (Στην πριγκίπισσα και το καμάρι του Εύξεινου Πόντου). Του Σάββα Ι. Κανταρτζή.

Στον κόρφο σου γεννήθηκα γλυκειά αρχοντοπούλα
Του Εύξεινου πριγκήπισσα, του Πόντου το καμάρι
Κάστρο ανίκητο, βωμός, της πίστης, της πατρίδας
Λεβεντομάννα ξακουστή μαρτύρων κι’ αποστόλων.
Μ’ όνειρα μ’ έθρεψες τρανά, με της Ελλάδας γάλα
Μ’ ώπλισες μ’ άρματα λαλιάς κουφούς για να ξυπνήσω
Με δυναμίτη της γραφής σοφούς για να ντροπιάσω.
Μ’ έδωκες φώς απ’ τ’ ουρανού σκοτάδια να σκορπίσω
Κι’ ως τα Πιέρια μ’ έριξες να γίνω Ολυμπίτης
Για να κηρύξω τον Θεό απ’ των θεών το δώμα.

ΠΙΕΡΟΣ ΟΛΥΜΠΙΤΗΣ


* Το ποίημα και η φωτογραφία είναι φωτοτυπίες από το φύλλο της 19ης Ιανουαρίου 1957 της εφημερίδος «ΚΗΡΥΞ ΤΩΝ ΠΙΕΡΙΩΝ» που έβγαζε μαζί με τον Στέλιο Γαζή από τις αρχές 1955 ως τον Σεπτέμβριο 1957 ο Σάββας Κανταρτζής και με το ψευδώνυμο ΠΙΕΡΙΟΣ ΟΛΥΜΠΙΤΗΣ δημοσίευε τα ποιήματα του

* Η δυτική πλευρά των Κοτύωρων (Ορδού) όπου η Ελληνική συνοικία της Υπαπαντής, όπως φαίνεται εις μίαν τελευταίαν φωτογραφία. Είς το βάθος δεξιά, ύπερθεν της θαλάσσης, διακρίνεται η Ψωμιάδειος Σχολή παραπλεύρως του ναού της Υπαπαντής. Το πάρκον πρό της θαλάσσης το έκαναν οι Τούρκοι μετά την αποχώρησιν των Ελλήνων, και είναι ακριβώς επί του οικοπέδου όπου ήτο η Εκκλησία και το σχολείον της Ελληνικής Ευαγγελικής Κοινότητητος Κοτυώρων, είς την συνοικίαν του Αγίου Γεωργίου. Είς το κέντρον της πόλεως είναι η αγορά, ανατολικώς δε αυτής ήτο η συνοικία Αγίου Νικολάου. Οι κάτοικοι της πόλεως τότε ανήρχοντο είς 15.000, εκ των οποίων 8.000 Έλληνες, 2.000 αρμενείς και 5.000 Τούρκοι. Η Αρμενική συνοικία ευρίσκετο ύπερθεν της συνοικίας της Υπαπαντής είς την πλαγιάν του λόφου Μπόζ Τεπέ, ή δε Τουρκική ανατολικότερον, είς τα νοτίους παρυφάς της πόλεως.

* Από τα απομνημονεύματα του Σάββα Ι. Κανταρτζή, "ΝΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΡΟΜΦΑΙΑ" Η Δαμασκός του 20ου Αιώνα.

** Για την αντιγραφή και την δημοσίευση στην "ΑΛΗΘΕΙΑ", Μιχάλης Κανταρτζής.






* Σε επόμενη ανάρτηση μας θα αναφερθούμε στις σφαγές των Αρμενίων στα Κοτύωρα, όπως τα περιέγραψε στα απομνημονεύματά του ο Σάββας Κανταρτζής