Όταν ένα δένδρο....
της Δομνίκης Καράντζιου
το διήγημα διακρίθηκε με το
8ο βραβείο στον 1ο ηλεκτρονικό διαγωνισμό διηγήματος 2014 της εθελοντικής
ομάδας δράσης "Ο τόπος μου" Ν.Πιερίας
Εισαγωγικό σημείωμα της συγγραφέας:
"Μια πόλη μπορεί να ξεχωρίσει
από τα δένδρα της...η πόλη μας έχει αιωνόβια πλατάνια, υπέροχους
πανύψηλους κέδρους και έλατα στο πάρκο
όμως κανένας δεν το έχει προσέξει πως μπορεί να τα αναδείξει. Οι αναπλάσεις γίνονται με γνώμονα
τα τεχνικά έργα και όχι την ανάδειξη των υπαρχόντων αγέρωχων δένδρων. Όπως
ξετυλίγεται η ιστορία του διηγήματος έτσι και στην πραγματικότητα, χωρίς να το
γνωρίζω όταν έγραφα το εν λόγω διήγημα και αν ισχύει η πληροφορία που μου έδωσε
πρόσφατα μία φίλη, ένας φιλότιμος κάτοικος της Κατερίνης φύτεψε και φρόντισε
τις κουτσοπιές για να απολαμβάνουμε αυτό το υπέροχο θέαμα στην 19ης Μαΐου κάθε
άνοιξη! σε αυτόν τον ανώνυμο συμπολίτη μας αφιερώνω αυτό το διήγημα, που είχε
την τύχη να διακριθεί και να ξυπνήσει τη φαντασία όσων, αιρετών και μη, δεν
σκέφτηκαν ποτέ πως ένα δένδρο μπορεί να ξυπνήσει συνειδήσεις....."
«Οι πόλεις ξεχωρίζουν από τις
πλατείες τους» είχε πει, κλείνοντας το λόγο του, ο Δήμαρχος της πόλης την ημέρα
των εγκαινίων της αναπλασμένης κεντρικής πλατείας. Οι παρευρισκόμενοι
συμφώνησαν με ένα θερμό χειροκρότημα. Τα θαυμάσια γλυπτά καθώς και οι τέσσερις
τοίχοι τοποθετημένοι, στις τέσσερις γωνίες της πλατείας με τοιχογραφίες, που
αναπαριστούσαν τη φύση επιβεβαίωναν τη νέα αισθητική της πόλης. Μιας πόλης που
προωθούσε την τάση της εποχής να δίνει αξία στα τεχνοκρατικά στοιχεία εις βάρος
της φύσης, η οποία εξοστρακίζεται στο περιθώριο των οικισμών.
Περιμετρικά ένα ποτάμι
κυλούσε πότε ορμητικά, πότε με ελάχιστο νερό, δημιουργώντας νησίδες ξεκούρασης
για τα περαστικά πτηνά. Πάντοτε όμως κυλούσε ανάμεσα από άχρηστα αντικείμενα
που πετούσαν απερίσκεπτα οι κάτοικοι, ενώ τα υδροχαρή φυτά αναπτύσσονταν στις
όχθες του, καταπίνοντας τα λύματα που χύνονταν χωρίς έλεγχο, συμπληρώνοντας την
υποβαθμισμένη εικόνα του ποταμιού. Απέναντι, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων, το
πιο ψηλό βουνό της χώρας επέβαλλε την παρουσία του στο τοπίο, εμφανώς
ενοχλημένο από τον αρνητικό προσανατολισμό των κτιρίων της πόλης. Χτισμένα με
την «πλάτη» τους προς το βουνό, χωρίς κανένα άνοιγμα, χωρίς κανένα μπαλκόνι με
θέα προς αυτό, έδειχναν την άρνηση των κατοίκων να θαυμάζουν το μυθικό βουνό,
με τη χιονισμένη, σχεδόν όλο το χρόνο, κορυφή του. Καταφύγιο σπάνιων φυτικών
ειδών, κωνοφόρων και φυλλοβόλων δένδρων, με φύση οργιάζουσα, περιφρονημένη και
περιθωριοποιημένη, έστελνε το άρωμά του και την επιβλητική ομορφιά του στην,
αδειανή από δένδρα, πόλη.
Τα πρώτα χρόνια οι κάτοικοι
συναντιόνταν στην κεντρική πλατεία, διοργάνωναν πολιτιστικές εκδηλώσεις, συνομιλούσαν
καθήμενοι στα μεταμοντέρνα παγκάκια ή απλά χάζευαν τις τοιχογραφίες. Και μέσα
σε όλο αυτό τον επιπόλαιο ενθουσιασμό για την καινούργια πλατεία, ένα φωτεινό
πρωινό της άνοιξης, την εποχή που ανοίγουν οι ανθοφόροι οφθαλμοί και οι σπόροι
φυτρώνουν μετά το λήθαργό τους, κάτω από ένα πλακίδιο, στο πιο κεντρικό σημείο
της πλατείας, ένα φυτάριο ξεμύτισε, αργά αργά χωρίς κανένας να το αντιληφθεί.
Μέρα με τη μέρα, στην αρχή διστακτικά και μουδιασμένα, με περισσό θάρρος
αργότερα, μεγάλωνε και με τη δύναμη που του έδινε η φύση, κατάφερε να
μετακινήσει το χαλαρά τοποθετημένο πλακίδιο και να επιβάλλει την ύπαρξή του.
Και όπως ήταν αυτονόητο για
την πόλη αυτή, κανένας δεν το πρόσεξε ακόμη και όταν είχε ψηλώσει αρκετά. Το
δενδρύλλιο έγινε δένδρο, συνεχίζοντας να μεγαλώνει και να απλώνει τα κλαδιά
του. Το ριζικό του σύστημα εξαπλώθηκε ανάμεσα από τα θεμέλια των κτιρίων,
ακολουθώντας το διακλαδιζόμενο, υπόγειο δίκτυο αγωγών, με ένα τρόπο που έγινε
ένα με αυτό. Το καλοκαίρι απορροφούσε τις καυτές ακτίνες του ήλιου και δρόσιζε
την πόλη. Το φθινόπωρο, ο αέρας φυσούσε μέσα από τα πυκνά κλαδιά του και το
θρόισμα των φύλλων δημιουργούσε την πιο γλυκιά μουσική που συνόδευε το κάθε
βήμα των περαστικών. Το χειμώνα αψηφούσε το κρύο και τραβούσε σα μαγνήτης όλες
τις χιονονιφάδες, για να μην κλείνουν οι δρόμοι και να μη δυσανασχετούν οι
κάτοικοι. Την άνοιξη τα άνθη του έπαιρναν τη δυσωδία των καυσαερίων και την
αντικαθιστούσαν με το πιο ευωδιαστό άρωμα, που σκόρπιζε σε κάθε μπαλκόνι.
Παρά την προκλητική
περιφρόνηση της ύπαρξής του, το δένδρο ανάσαινε μαζί με τους κατοίκους. Ακόμη
και αν κανένας δεν το πότιζε παρά μόνο η βροχή, κανένας δεν του μιλούσε παρά
μόνο ο αέρας, κανένας δεν το συντρόφευε παρά μόνο τα πουλάκια που φώλιαζαν στα
κλαδιά του, αυτό ακούραστο, στήριζε με τις ρίζες του όλα τα κτίρια της πόλης,
τίναζε τα κλαδιά του, ώστε τα φύλλα του να μη λερώνουν τα πεζοδρόμια, σκόρπιζε
τη γύρη μακριά για να μην ενοχλεί όσους ανέπνεαν με δυσκολία και ρουφούσε όλο
το νερό της βροχής μην αφήνοντας την πόλη να πλημμυρίζει. Ήταν ένα υπερήφανο
δένδρο.
Τα χρόνια πέρασαν και όπως
καθετί καινούργιο στην πόλη αυτή των αδιάφορων κατοίκων, η πλατεία έπαψε να
αποτελεί το νευραλγικό σημείο της πόλης, να κεντρίζει το ενδιαφέρον των
περαστικών. Οι τοιχογραφίες ξεθώριασαν, τα γλυπτά αποτέλεσαν σημείο γραφής
συνθημάτων και το παραδοσιακό πλακόστρωτο ποδοπατήθηκε και καταστράφηκε. Και
όπως ο χρόνος κυλούσε, το δένδρο στο κέντρο της πλατείας παρέμενε το μοναδικό
ζωντανό στοιχείο ανάμεσα σε φθαρμένα πλακάκια, σε κατεστραμμένα παγκάκια, σε
σκουριασμένα σιντριβάνια. Μέχρι που η ανθρώπινη αλαζονεία επιβεβαιώθηκε, μετά
από τριάντα χρόνια, με την πρόταση για ανάπλαση της πλατείας και την
αναγκαστική εκρίζωση του παραμελημένου δένδρου. Το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε
να προκηρυχτεί διαγωνισμός προκειμένου να υποβληθούν καινοτόμες ιδέες για την
ανάπλαση μιας πλατείας. Οι αρχιτέκτονες πιάσανε μολύβια, χάρακες, μοιρογνωμόνια
και διαβήτες για να σχεδιάσουν την καλύτερη πρόταση.
Οι φάκελοι κατέφθαναν στο
Δημαρχείο ο ένας μετά τον άλλο έως την τελευταία μέρα του διαγωνισμού όπου ο
ταχυδρόμος παρέδωσε έναν πράσινο φάκελο. Πετάχτηκε αδιάφορα στη στήλη με τις
υπόλοιπες συμμετοχές, περιμένοντας τη στιγμή της αξιολόγησής του. Η επιτροπή
διαγωνισμού εξέτασε τις υποψηφιότητες μία προς μία, ελέγχοντας εξονυχιστικά τα
τεχνικά σχέδια, τις μακέτες, τις κατόψεις. Όλες οι προτάσεις των καταξιωμένων
τεχνικών γραφείων υπόσχονταν μια πλατεία λειτουργική, μοντέρνα, σχεδιασμένη για
τις ανάγκες μιας σύγχρονης πόλης, μια πλατεία χωρίς δένδρα. Ο πράσινος φάκελος
έμεινε να ανοιχτεί και να αξιολογηθεί τελευταίος, τηρώντας τη σειρά
πρωτοκόλλησής του. Μόνο που η μοναδική υπογραφή, ως στοιχείο ταυτοποίησης του
ανώνυμου συντάξαντα, έθεσε σε προβληματισμό τα μέλη της επιτροπής για το αν
έπρεπε να την αποδεχτούν ή να την απορρίψουν. Η άποψη ενός νεαρού αρχιτέκτονα
επικράτησε και ο φάκελος ανοίχτηκε. Η ίδια έκπληξη αποτυπώθηκε στα πρόσωπα
όλων, όταν διαπίστωσαν πως δεν περιελάμβανε μακέτες, ούτε τεχνικά σχέδια, ούτε
κατόψεις. Το ίδιο ερώτημα ειπώθηκε μεμιάς όταν αντίκρισαν το περιεχόμενό του
«Μια ζωγραφιά;»
Απέμειναν να την παρατηρούν,
αντιλαμβανόμενοι πως το θέμα της ζωγραφιάς ήταν το μοναδικό δένδρο της πόλης
τους, ένα δένδρο στο οποίο ποτέ δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη προσοχή. Και όπως
όλοι διερευνούσαν τις λεπτομέρειες, συγκλίνανε στην άποψη πως δεν ήταν απλά ένα
δένδρο που είχε φυτρώσει τυχαία στην πλατεία, αλλά το κέντρο και το στήριγμα
όλης της πόλης. Είδαν τις διακλαδώσεις του ριζικού του συστήματος, τις σκιάσεις
στο πλακόστρωτο, τα υπέροχα πράσινα φύλλα και μετά παρατήρησαν πως το δένδρο
αποτελούσε κατοικία για ζώα και έντομα, τη μοναδική κατοικία της πόλης με
κατοίκους τόσο διαφορετικούς από αυτούς. Και τότε ο καθένας έστρεψε, με
πρωτόγνωρη ταπεινότητα, το βλέμμα του προς το παράθυρο. Το δένδρο πίσω από την
τζαμαρία, εξέπεμπε την ίδια ομορφιά όσο και στη ζωγραφιά. Οι διακριτικοί του
κάτοικοι ξεπρόβαλλαν μέσα από τα κλαδιά και επέστρεφαν σε αυτό, το φως περνούσε
μέσα από το φύλλωμα σχηματίζοντας παράξενες φωτοσκιάσεις στο έδαφος, τα κίτρινα
φύλλα στροβίλιζαν στον αέρα και απομακρύνονταν μακριά με τη βοήθεια ενός
αόρατου ρεύματος αέρα.
Ο προβληματισμός που
ακολούθησε καθυστέρησε τη διαδικασία αξιολόγησης. Μέχρι πριν λίγο η σκεπτική
όλων ήταν να εκριζωθεί το δένδρο. Η ζωγραφιά όμως ήρθε να ανατρέψει αυτό που
όλοι είχαν οραματιστεί, καταλήγοντας να ψιθυρίσουν ταυτόχρονα «το δένδρο μας».
Κανένας δεν ξεστόμισε τη λέξη εκρίζωση, κανένας δεν τόλμησε να σκεφτεί πως η
πλατεία θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς το δένδρο. Ο τελευταίος και πιο
υποτιμημένος φάκελος είχε κερδίσει το διαγωνισμό. Μια απλή ζωγραφιά έφερε στο
επίκεντρο ένα δένδρο που χρόνια τώρα με την παρουσία του στήριζε όλη την πόλη.
Η ομορφιά του ήταν απαράμιλλη και η αναγκαιότητα συνέχισης της ύπαρξής του
αδιαμφισβήτητη. Η απόφαση να τιμηθεί με μια λαμπρή εκδήλωση πάρθηκε ομόφωνα.
Οι ετοιμασίες ξεκίνησαν την
επομένη, το εργοτάξιο στήθηκε και οι εργάτες αντικατέστησαν ότι κατεστραμμένο
είχε αφήσει το πέρασμα του χρόνου. Τα μηχανήματα διέρχονταν προσεκτικά μπροστά
από το δένδρο για να μην προκαλέσουν κάποια ζημιά στην κόμη του. Τα φωτιστικά
που τοποθετήθηκαν ήταν διακριτικά, για να μην ενοχλούν τους κατοίκους του
δένδρου και τα καινούργια ξύλινα παγκάκια τοποθετήθηκαν κυκλικά γύρω από αυτό,
δηλώνοντας τον κεντρικό του ρόλο στην πλατεία. Μόλις οι εργασίες αποπερατώθηκαν
και όλα ήταν έτοιμα, ορίστηκε η ημερομηνία των εγκαινίων.
Κανένας δεν προβληματίστηκε
ποιος θα παραλάμβανε το βραβείο, ούτε ποιος κρυβόταν πίσω από την υποψηφιότητα
του φακέλου. Ο ενθουσιασμός της ανακάλυψης του θησαυρού της πόλης παραμέριζε
κάθε άλλη σκέψη. Επιλέχθηκε η τελετή να γίνει ώρα μεσημεριανή, έτσι ώστε να
θαυμάσουν όλοι την ομορφιά του δένδρου, μέσα από το άπλετο φως του ήλιου. Ο
Δήμαρχος στο λόγο του εκθείασε το δένδρο και την προσφορά του όλα αυτά τα
χρόνια της ύπαρξής του στην πόλη, ακόμη και αν ο ίδιος είχε προτείνει στο Δημοτικό
Συμβούλιο πριν λίγο καιρό την εκρίζωσή του. «Οι πόλεις ξεχωρίζουν από τις
πλατείες τους» είπε όπως ο προγενέστερος Δήμαρχος με τον ίδιο στόμφο και
συμπλήρωσε «και οι πλατείες ξεχωρίζουν από τα δένδρα τους».
Όσο μιλούσε, με τα πιο
κολακευτικά λόγια, το βλέμμα του διερευνούσε τα πρόσωπα των παρευρισκομένων για
να βρει κάποιο σημάδι, που θα αποκάλυπτε τον άνθρωπο που κατάφερε να αλλάξει τη
νοοτροπία των ανθρώπων μιας ολόκληρης πόλης. Μη μπορώντας όμως να διακρίνει
κάτι το ξεχωριστό στα ομοιόμορφα γελαστά πρόσωπα, απέδωσε το μυστήριο που
αιωρούνταν στην τύχη. «Φαίνεται σε κάποια άλλη πόλη υπάρχουν στις πλατείες
δένδρα που αφήνουν τους σπόρους τους να ταξιδέψουν και να μεταφέρουν το μήνυμα
ότι πλατεία χωρίς δένδρο δεν είναι όμορφη πλατεία και πόλη χωρίς δένδρα δεν
είναι βιώσιμη πόλη» είπε τελειώνοντας το λόγο του, αγνοώντας τα εξορισμένα
δένδρα του γειτονικού, μυθικού βουνού.
Οι προσκεκλημένοι
χειροκρότησαν θερμά, όπως συνηθίζουν στις ομιλίες των τοπικών αρχόντων και
άρχισαν σιγά σιγά να αποχωρούν. Ήταν ευχαριστημένοι με την πρωτότυπη ανάπλαση
της πλατείας αλλά και προβληματισμένοι για την ανάγκη να συμμετέχουν πλέον
ενεργά σε εθελοντική βάση σε δράσεις για την ανάπτυξη της πόλης τους. Μόνο ένας κύριος, που σε όλη τη διάρκεια της
γιορτής έστεκε διακριτικά παράμερα, σαν να μην ήθελε κανένας να τον βλέπει να
χαμογελάει, πλησίασε προς το δένδρο. Έσκυψε και έκατσε με την πλάτη στη βάση
του κορμού. Έβγαλε από το σακίδιό του το μπλοκ ζωγραφικής και το καρβουνάκι του
και συνέχισε το μισοτελειωμένο σχέδιό του. Και όσο σκίτσαρε με το καρβουνάκι,
δίνοντας όλες τις λεπτομέρειες του δένδρου, αναπολούσε.
Ήταν τότε που, με την
παρορμητικότητα της νιότης του, εργάτης στο έργο ανάπλασης της πλατείας,
βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα δίλημμα. Καθώς τοποθετούσε το τελευταίο πλακάκι στο
κεντρικότερο σημείο της πλατείας ο βουνίσιος αέρας έριξε μπροστά του έναν
σπόρο. Στην αρχή δίστασε, αλλά δεν καθυστέρησε να αποφασίσει. Σε αυτήν την
αφιλόξενη, για τα δένδρα, πόλη, τόλμησε να τοποθετήσει απαλά, χωρίς την
απαραίτητη κόλλα, το τελευταίο πλακίδιο και να φυτεύσει κρυφά τον θεόσταλτο
σπόρο κάτω από αυτό, με την ελπίδα το φυτάριο με τη νεανική του ορμή να το
τινάξει και να επιβάλλει την ύπαρξή του. Και το φυτάριο έκανε το θαύμα του.
Άνθρωπος και δένδρο κατάφεραν να αλλάξουν τους ανθρώπους μιας πόλης, κατάφεραν
να αλλάξουν την ίδια την πόλη. Ο άνθρωπος χρειάστηκε να κάνει μία και μόνο
κίνηση, το δένδρο έπρεπε να τα καταφέρει να επιβιώσει στο κέντρο μιας απρόσωπης
πόλης. Μαζί την έκαναν ξεχωριστή, γνωστή στον κόσμο ως την πόλη με το ένα και
μοναδικό δένδρο.
…………………………………..
-Ωραία η ιστορία γιαγιά! Είπε
η μικρή εγγονή προσπαθώντας να κρατήσει ανοιχτά τα νυσταγμένα της μάτια.
-Αλήθεια αυτή η πόλη υπάρχει
γιαγιά; Είναι αληθινή; Συνέχισε όλο απορία.
-Λένε πως αυτή η ιστορία
είναι αληθινή, πως η πόλη υπάρχει κάπου, αλλά κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς.
Όπως και αν έχει όμως ένα είναι σίγουρο. Οι κάτοικοι αυτής της πόλης την
επόμενη μέρα των εγκαινίων, άρχισαν να φυτεύουν δένδρα παντού, στις αυλές, στα
πεζοδρόμια, στις πλατείες. Μάλιστα, επειδή τον καιρό εκείνο ήταν περίοδος
οικονομικής κρίσης, φυτέψανε οπωροφόρα σε πλατειούλες, λωτούς, νεραντζιές,
μηλιές, ροδακινιές, κερασιές …. Τα παρτέρια γεμίσανε λουλούδια που
μοσχοβολούσαν και όταν το φθινόπωρο τα κίτρινα φύλλα έπεφταν, σκουπίζανε τους
δρόμους χωρίς γκρίνια αλλά με χαρά. Απομάκρυναν τα σκουπίδια από το ποτάμι και
σταμάτησαν να το ρυπαίνουν με ακαθαρσίες. Κατασκευάσανε από μόνοι τους
πολύχρωμα παγκάκια και τα σαββατοκύριακα κάνανε βόλτες με τα ποδήλατά τους κατά
μήκος της όχθης, ανακαλύπτοντας τις ομορφιές της φύσης και των συνοικιών της
πόλης τους. Ανοίξανε παράθυρα προς το βουνό, χτίσανε όλα τα καινούργια σπίτια
με τα μπαλκόνια στραμμένα προς αυτό. Όσο για την κεντρική πλατεία, το δένδρο
υποστυλώθηκε, γιατί περάσανε τα χρόνια και άρχισε να γέρνει, ενώ οι παραφυάδες
του φυτεύτηκαν σε διάφορα σημεία της πλατείας για να διαιωνίσουν το είδος του.
Οι κάτοικοι ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι και αυτό φαινόταν στα πρόσωπά τους.
Ήταν τόσο υπερήφανοι για τον τόπο τους, ώστε σε όποιο μέρος της γης και αν
ταξίδευαν, με όποιον άνθρωπο και αν συνομιλούσαν αναφέρονταν στην πόλη τους ως
«ο τόπος μου»
Η μικρή έκλεισε τα μάτια της
και κοιμήθηκε. Δεν είχε ακούσει πιο ωραία και πιο παράξενη ιστορία. Η γιαγιά
της την σκέπασε και της ψιθύρισε:
-Κοιμήσου γλυκιά μου, αύριο
θα πάμε στη δενδροφύτευση του Πέλεκα, θα κάνουμε και εμείς τον τόπο μας μαγικό
όπως τον τόπο αυτής της μοναδικής πόλης.
Κλείνοντας το παράθυρο πήρε
μια βαθιά ανάσα. Θυμήθηκε τότε που ήταν μικρή και πήγαινε βόλτα με τον πατέρα
της στην πλατεία για να παίξει γύρω από το γέρικο δένδρο, θυμήθηκε τότε που
σκαρφάλωνε στα δένδρα για να γευτεί ξινά τζιρνίκια και γλυκούς, χειμωνιάτικους
λωτούς, θυμήθηκε τότε που ο πατέρας της είχε γκρεμίσει τον τοίχο για να
τοποθετήσει ένα παράθυρο που να κοιτάει στον Όλυμπο, θυμήθηκε τις υπέροχες
ζωγραφιές με θέμα το δένδρο της πλατείας, που τώρα διακοσμούσαν το σαλόνι της.
Αυτός ήταν ο τόπος της, ο τόπος που άλλαξε με τη βοήθεια του πατέρα της και
μετέπειτα με την προσπάθεια όλων των κατοίκων και του Δημάρχου. Ήταν ο τόπος
που πάντα αγαπούσε και τώρα θα μετέδιδε την αγάπη αυτή στη μικρή της εγγονή.