Η σαφής
διατύπωση στο Πρώτο Άρθρο της Διεθνούς Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα
δικαιώματα των ΑμεΑ δεν επιτρέπει αμφιβολία ότι η αναγνώριση της κοινωνικής
διάστασης της αναπηρίας αποσκοπεί στην αποτροπή της παρεμπόδισης για πλήρη και
αποτελεσματική συμμετοχή των ΑμεΑ στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους. Η
χώρα μας, έχοντας κυρώσει το 2012 (Ν. 4074/2012) τη Διεθνή Σύμβαση για τα
Δικαιώματα των ΑμεΑ, δεσμεύεται και νομικώς να προσεγγίζει και να διαχειρίζεται
την Αναπηρία με όρους δικαιωματικούς και όχι φιλανθρωπικούς. Οφείλει, δηλαδή,
με διαρκείς μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις να επιδιώκει την εξάλειψη όλων των
παραγόντων κοινωνικού αποκλεισμού των ΑμεΑ, να αίρει τις διακρίσεις, να σέβεται
και να αποδέχεται τη διαφορετικότητα, να θέτει όρους προσβασιμότητας και
πραγματικής ισότητας, να διανοίγει τις προοπτικές για την, εν τέλει,
κοινωνική ενσωμάτωση και ένταξη με ίσες
ευκαιρίες των ΑμεΑ.
Μεγαλύτερη
σημασία, όμως, έχει η ηθική υποχρέωση κάθε πολίτη να συμβάλει καθημερινά όχι με
κατανόηση ή λύπηση, αλλά και με συγκεκριμένες δράσεις. Να στέκεται αλληλέγγυος
στο οικογενειακό περιβάλλον των ΑμεΑ και παραστάτης των εξειδικευμένων δομών
που λειτουργούν και δρουν σχετικώς επιτυγχάνοντας τεράστια βήματα. Έτσι
μπορούμε να ελπίζουμε ότι όχι μόνον θα ανεβάσουμε τον πολιτισμικό μας δείκτη,
αλλά και ότι θα καταφέρουμε να μετατρέψουμε το δεύτερο «Α» του αρκτικόλεξου
ΑμεΑ από «Αναπηρία» σε «Αυτονομία».