Από το Χρήστο Κόνιαρη
Ένα από τα κεντρικά αιτήματα όλη τη μνημονιακή περίοδο, που
έθετε τόσο το υγειονομικό όσο και ευρύτερα το λαϊκό κίνημα και το κίνημα των
υγειονομικών, ήταν η ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση των ανασφάλιστων, που
εκτινάχτηκαν στα περίπου 2,5 εκατομμύρια εξαιτίας των μνημονιακών πολιτικών,
στις δομές υγείας.
Αυτές τις ημέρες, η κυβέρνηση έχει φέρει στη Βουλή ένα
νομοσχέδιο που παρουσιάζεται ως το «παράλληλο πρόγραμμα» και ανάμεσα στις
ρυθμίσεις περιλαμβάνει και διατάξεις για τον τομέα της υγείας και ειδικότερα την
πρόβλεψη για ελεύθερη πρόσβαση των ανασφαλίστων στις δημόσιες δομές υγείας.
Η ρύθμιση αυτή αποτελεί άλλωστε το «βαρύ πυροβολικό» στην
επικοινωνιακή καταιγίδα της κυβέρνησης, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα συνεχή
πηρά και το κύμα αντιδράσεων που δέχεται από όλη την κοινωνία εξαιτίας της
μνημονιακής της πολιτική στο ασφαλιστικό.
Πρέπει εξαρχής να πούμε ότι η ρύθμιση αυτή, αν την βλέπαμε
ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εφαρμοστεί, θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί ως θετική, αφού αποτελούσε πάγιο αίτημα του κινήματος όλη την
προηγούμενη περίοδο. Το ερώτημα είναι αν μια σειρά μέτρα και προϋποθέσεις που
απαιτούνται για να υλοποιηθεί συνυπάρχουν προκειμένου να μην καταστεί
ουσιαστικά κενό γράμμα και ταυτόχρονα να μη λειτουργήσει ως μέτρο περαιτέρω
υποβάθμισης των υπηρεσιών υγείας.
Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση απαιτεί μεγάλη αύξηση στη
χρηματοδότηση και κατάλληλη οργάνωση και στελέχωση των δημόσιων δομών υγείας.
Προκύπτει, λοιπόν, εύλογα το ερώτημα είναι αν αυτές οι
προϋποθέσεις έχουν διασφαλιστεί με αυτή τη ρύθμιση. Η αλήθεια είναι ότι τίποτα
από αυτά δεν έχουν εξασφαλιστεί. Αντιθέτως, το μάρμαρο καλούνται να το
πληρώσουν οι πετσοκομμένοι προϋπολογισμοί των Νοσοκομείων και ο καταρρέων
ΕΟΠΥΥ.
Συγκεκριμένα, από την έκθεση του ΓΛΚ προκύπτει ότι το κόστος
της δαπάνης για κάλυψη των 2,5 εκατομμυρίων ανασφαλίστων από τις δημόσιες δομές
υγείας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπ. Υγείας, φτάνει μόλις στα 100 εκατ.
ευρώ. Είναι προφανές ότι αυτό το ποσό δεν επαρκεί ούτε για «ζήτω», αφού ο ΕΟΠΥΥ
μόνο για 4πλάσιο σχεδόν ασφαλισμένων χρειάζεται πάνω από 5 εκατ. ευρώ χωρίς
μάλιστα να πληρώνει «φράγκο» στα δημόσια Νοσοκομεία. Το πιο εντυπωσιακό είναι
ότι ο κλειδωμένος προϋπολογισμός της Υγείας για το 2016, με βάση τις
μνημονιακές δεσμεύσεις, δεν προβλέπει ούτε το ποσό αυτό, για να καλυφθεί έστω
και μέρος από το κόστος αυτής της ρύθμισης.
Έτσι, η ρύθμιση που προβλέπει δωρεάν πρόσβαση των
ανασφάλιστων στα Νοσοκομεία τις δημόσιες δομές πρωτοβάθμιας και την κάλυψη του
κόστους της φαρμακευτικής δαπάνης από τον ΕΟΠΥΥ κινδυνεύει να καταστεί κενό
γράμμα, αφού δεν έχει διασφαλιστεί η αντίστοιχη χρηματοδότηση.
Επιπλέον, οι δημόσιες δομές που καλούνται να υποδεχτούν τους
ανασφάλιστους είτε βρίσκονται υπό διάλυση, όπως οι δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας
των ΠΕΔΥ, είτε δουλεύουν σε συνθήκες υπερεντατικοποίησης, όπως τα νοσοκομεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα αδυνατούν να καλύψουν τις σημερινές ανάγκες για
μικρότερο αριθμό πολιτών, λόγω της υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης που αντί
να αντιμετωπίζονται συνεχώς διευρύνονται.
Ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα αποτελεί η πρόσβαση των
ανασφαλίστων στις εργαστηριακές εξετάσεις, αφού στις δημόσιες δομές των ΠΕΔΥ ο
εργαστηριακός τομέας έχει ουσιαστικά διαλυθεί. Αντίστοιχο πρόβλημα υπάρχει και
με τις ιατρικές επισκέψεις, αφού οι δομές αυτές είναι πλήρως υποστελεχωμένες.
Είναι προφανές ότι οι ανασφάλιστοι θα επιχειρηθεί να διοχετευτούν στα δημόσια
Νοσοκομεία για υπηρεσίες πρωτοβάθμιας, παρά το γεγονός ότι το κλείσιμο ραντεβού
σε τακτικά ιατρεία των Νοσοκομείων είναι άπιαστο όνειρο.
Για όλα αυτά, η συγκεκριμένη ρύθμιση, παρά το γεγονός ότι θα
μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης
και να προσφέρει ανακούφιση στον τεράστιο αριθμό ανασφάλιστων, κινδυνεύει να
καταστεί κενό γράμμα στο όνομα των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
* Ο Χρήστος Κόνιαρης είναι μέλος της γραμματείας του ΜΕΤΑ
Υγειονομικών.