Πρωθυπουργία ΣΟΦΟΥΛΗ (22 Νοεμβρίου 1945 - 3 Απριλίου 1946)
Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Συνέχεια του προηγουμένου
Στον προεκλογικό λόγο όλων των αστικών κομμάτων υπήρξαν προτάσεις μεταρρυθμιστικές μέχρι και ριζοσπαστικές που όμως η ανάγκη επιβίωσης, η έλλειψη ασφάλειας, η ανέχεια, ο βαθιά φωλιασμένος στην καρδιά των απλών πολιτών φόβος από τις μνήμες του Κατοχικού Εμφυλίου και των Δεκεμβριανών, οι καθημερινές απεργίες, διαδηλώσεις κλπ από το ΚΚΕ, κατέστησαν αυτές τις προτάσεις, περίπου, σαν πολυτέλεια.
Να σημειωθεί εδώ ότι όσοι εκ των αστών πολιτικών δεν συμμετείχαν στις εκλογές (π.χ. Καφαντάρης, Καρτάλης, Τσουδερός κ.ά.,) το έκαναν όχι γιατί διαφωνούσαν με όσα προαναφέρθηκαν ή γιατί δεν είχαν προτάσεις αλλά γιατί θεωρούσαν ότι δεν είχαν αναθεωρηθεί πλήρως οι εκλογικοί κατάλογοι, δεν εξασφαλίζονταν τίμιες εκλογές, δεν δεχόταν η κυβέρνηση Σοφούλη μικρή αναβολή των εκλογών. Εν τέλει, γιατί έβλεπαν ότι δεν υπήρχαν θετικές πολιτικές προοπτικές, γι αυτούς, στις επικείμενες εκλογές.
Όλα τα κόμματα που συμμετέχουν στις εκλογές πιστεύουν στην αστική κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Στο πολιτειακό, τα κόμματα του Κέντρου, που εκφράζουν την προπολεμική βενιζελική παράδοση, είναι από μερικώς μέχρι ολικώς διαφοροποιημένα: Το κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφούλη παρέμενε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, προεξοφλούσε νίκη των φιλοβασιλικών δυνάμεων αλλά δήλωνε και την αποδοχή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, όποιο και να ήταν αυτό. Όλα τα άλλα κόμματα του Κέντρου, όπως το κόμμα των «Βενιζελικών Φιλελευθέρων» του Σοφ. Βενιζέλου, το «Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα» (ΔΣΚ) του Γ. Παπανδρέου και το «Εθνικό Ενωτικό Κόμμα» (ΕΕΚ) του Παν. Κανελλόπουλου, «μετεωρίζονται», όπως λέει ο ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ (2008) μεταξύ προπολεμικής αντιβασιλείας και μετα-κατοχικού αντικομμουνισμού και, απλά, δεν παίρνουν θέση. Τα άλλα δύο βενιζελογενή κόμματα, το «Κόμμα των Εθνικών Φιλελευθέρων» του Στρατηγού Στυλ. Γονατά και το «Μεταρρυθμιστικό Κόμμα» του Απ. Αλεξανδρή τάχθηκαν σαφώς υπέρ της βασιλείας. Εν κατακλείδι, τα βενιζελογενή κόμματα πήραν τις θέσεις αυτές έναντι της βασιλείας γιατί «..εθεωρείτο εκείνη τη στιγμή ότι ο βασιλιάς αποτελούσε τον συσπειρωτή εναντίον του κομμουνιστικού κινδύνου» (ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, 2008, σελ. 41) αλλά και από εκλογικές, ψηφοθηρικές σκοπιμότητες. Τα κόμματα της Δεξιάς, από την άλλη πλευρά, είναι όλα υπέρ της Βασιλείας και της άμεσης επιστροφής του βασιλιά Γεωργίου. Μετά τα Δεκεμβριανά, για όλα τα αστικά κόμματα, το δίλημμα δεν ήταν πια βασιλιάς ή δημοκρατία, αλλά κομμουνισμός ή δημοκρατία. Το δίλημμα για τον απλό, κουρασμένο μετά τα τραγικά κατοχικά χρόνια πολίτη ήταν πολύ απλό: Ηρεμία και ασφάλεια ή αταξία και πόλεμος.
Οι προτάσεις όλων των κομμάτων για τις μετά τη Βάρκιζα εξελίξεις συνέπιπταν, λιγότερο ή περισσότερο. Πρώτο μέλημα και προτεραιότητα ήταν για όλους η ανασυγκρότηση της οικονομίας και των υποδομών της χώρας μέσα κυρίως από την προσέλκυση κεφαλαίων. Θεωρούνταν, από όλους, απαραίτητη η αναμόρφωση και αναδιοργάνωση του Κράτους. Η αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων, ιδίως στους τομείς της στέγασης, της υγείας, της παραγωγικότητας αναγνωρίζονταν απ’ όλους, ως ζητήματα πρώτης προτεραιότητας. Οι διαφορές τους, πάντως, στα θέματα αυτά ήταν κυρίως ύφους παρά ουσίας.
Από την πλευρά τους το ΚΚΕ/ΕΑΜ αν και θα απείχαν από τις εκλογές, ακολούθησαν μια πρακτική που θύμιζε πραγματική προεκλογική εκστρατεία. Με διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια διέδιδαν την ιδέα της αποχής. Οι κομματικές τους οργανώσεις ήταν σε «εκλογική» ετοιμότητα συγκεντρώνοντας τις ενστάσεις και τις διαμαρτυρίες ακόμη και των πολιτευτών των Κεντρώων κομμάτων, συντάσσοντας εκθέσεις για τις εκλογικές επιτροπές και τα εκλογοδικεία. Όπως έγραφε η εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (12 Μαρτίου 1946) υπήρχαν παντού «κομμουνισταί παρατηρηταί».. Έφθασαν, μάλιστα, οι ΕΑΜικές εφημερίδες από τις 2 Μαρτίου 1946 να δημοσιεύουν το οικονομικό πρόγραμμα του ΕΑΜ σαν να επρόκειτο για προεκλογικό πρόγραμμα, ασκώντας και κριτική στους άξονες της οικονομικής πολιτικής των άλλων κομμάτων, οργανώνοντας, μάλιστα, και συγκέντρωση, την παραμονή των εκλογών, στην πλατεία Ομονοίας στην οποία μίλησε ο Ι. Σοφιανόπουλος (ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΣ, 2008, σελ. 140).
Ένοπλη Αμφισβήτηση της Εκλογικής Διαδικασίας – Επίθεση στο Λιτόχωρο.
Παρόλον ότι το ΚΚΕ/ΕΑΜ συμμετείχε στην προεκλογική εκστρατεία, αν και θα απείχε από τις εκλογές, δεν προσπάθησε να παρεμποδίσει την εκλογική διαδικασία. Όμως τη νύκτα της 30ης προς την 31η Μαρτίου, που ήταν ημέρα εκλογών, το ΚΚΕ/ΕΑΜ προσπάθησε να δυναμιτίσει τις εκλογές με την επίθεση ενόπλων του εναντίον του Σταθμού Χωροφυλακής Λιτοχώρου, όπου στρατωνίζονταν 12 χωροφύλακες και τέσσερις φαντάροι. Όλοι οι χωροφύλακες είχαν φθάσει εκεί πεζή από την Κατερίνη στις 30 Μαρτίου όπως και οι φαντάροι που είχαν μεταφερθεί εκεί δύο-τρεις ημέρες πριν για την φύλαξη των εκλογικών κέντρων. Ούτε διμοιρία εθνοφυλακής υπήρχε ούτε καμμιά ιδιαίτερη προετοιμασία από την πλευρά του Κράτους. Σήμερα, μετά από εβδομήντα χρόνια, μπορούμε με ασφάλεια και ακρίβεια να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος διέταξε την επίθεση αυτή, ποιος τη σχεδίασε, ποιος την υλοποίησε, ποιοι συμμετείχαν, τί πραγματικά στόχευε κλπ., στηριζόμενοι κυρίως σε πηγές προερχόμενες από το ΚΚΕ.
Ο Ζαχαριάδης καθοδόν για την Πράγα παραμένει για κάνα-δυο ημέρες στη Θεσσαλονίκη. Συναντάται με τον α’ γραμματέα του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ Λ. Στρίγκο και τον β’ γραμματέα (οργανωτικού) Μάρκο Βαφειάδη. Σε σύσκεψη που πραγματοποιείται, τους δίνει εντολή, κατά τη διάρκεια της απουσίας του και έως την ημέρα των εκλογών, να «…οργάνωναν και να εξαπέλυαν σε κάποιο σημείο της Μακεδονίας ένα ισχυρό και θεαματικό κτύπημα με διωκόμενους αγωνιστές που ώς τότε κρύβονταν αδρανείς «στο κλαρί». (Σ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 1979). Η επίθεση έπρεπε να γίνει κάπως μακριά από τα σύνορα (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992, σελ. 132) προφανώς για να μην ενοχοποιηθούν οι Σοσιαλιστικές δημοκρατίες και οι ελληνικές κομμουνιστικές «εφεδρείες» του Μπούλκες.
«Από την επομένη κιόλας της αναχώρησης του Ζαχαριάδη για την Πράγα το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ καταπιάστηκε με την εκτέλεση της εντολής» όπως αναφέρει ο αριστερός ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (1979, σελ. 54). Η επιχείρηση που είχε διαταχθεί, αναλήφθηκε από τους Βαφειάδη και Στρίγγο οι οποίοι και επέλεξαν, σύμφωνα με τον ΒΑΦΕΙΑΔΗ (1985), το Λιτόχωρο για να «…δοθεί ένα σκληρό μάθημα σε ομάδα «ταγματασφαλιτών» που τρομοκρατούσε την περιοχή του Λιτοχώρου».
Η οργάνωση και εκτέλεση της επίθεσης ανατέθηκε στον καπετάνιο Υψηλάντη (Ρότσιος) και τον Πάνο οι οποίοι για τον λόγο αυτόν πήγαν στις 26 Μαρτίου 1946 στο Λιτόχωρο και συναντήθηκαν με μια ομάδα παλιών ΕΛΑΣιτών Λιτοχωριτών, τους Φωτεινό, Ανδρεάδη, Τζαβέλλα (ψευδώνυμα). Η επίθεση επρόκειτο να γίνει λίγες ημέρες προ των εκλογών αλλά, όπως λέει ο Βαφειάδης, «…επειδή οι «μοναρχοφασίστες» δεν βρέθηκαν στα στέκια τους», η επίθεση αναβλήθηκε και συνέπεσε με τις εκλογές, οπότε έλαβε αναπόφευκτα και «κάποια πολιτική απόχρωση.. Θεωρήθηκε η επίθεση σαν αντιπερισπασμός στην (εικαζόμενη) προεκλογική βία της Δεξιάς ή και αντίστροφα, για να τρομοκρατήσει από την πλευρά του (του ΚΚΕ εννοείται) τους εκλογείς, ώστε να μην προσέλθουν στις κάλπες». (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992).
Δικαιολογία κατά τους κομμουνιστές, τότε αλλά και τώρα, και για την κομμουνιστογενή βιβλιογραφία, για την επίθεση στο Λιτόχωρο ήταν γενικά η «λευκή τρομοκρατία της δεξιάς» μετά τη Βάρκιζα ή η προεκλογική βία της Δεξιάς γενικά σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα η τρομοκρατία που ασκούσαν «ταγματασφαλίτες» σε «ολόκληρη την περιοχή του Λιτοχώρου».
Συνεχίζεται