Τα τελευταία χρόνια η προσοχή των γονέων και των εκπαιδευτικών εστιάζεται συχνά στα προβλήματα μάθησης που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στο σχολείο. Στην προσπάθειά μας να περιγράψουμε τα προβλήματα μάθησης χρησιμοποιούμε διάφορους όρους οι οποίοι πολλές φορές προκαλούν περισσότερη σύγχυση. Τα προβλήματα μάθησης οφείλονται είτε στο μαθησιακό έλλειμμα είτε στις μαθησιακές δυσκολίες.
Με τον όρο «μαθησιακό έλλειμμα» περιγράφουμε τη δυσκολία στη διαδικασία της μάθησης η οποία οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες όπως είναι η ελλιπής σχολική φοίτηση, ανεπαρκής διδασκαλία, διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, πολυπολιτισμική υστέρηση, εξωτερική μετανάστευση, κ.α.
Με τον όρο «μαθησιακές δυσκολίες» περιγράφουμε μία ομάδα πολύμορφων δυσκολιών, οι οποίες εκδηλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα γλωσσικών διεργασιών (ομιλία, κατανόηση, ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά). Αυτές οι δυσκολίες είναι εγγενείς στο άτομο, θεωρούνται ότι υπάρχουν εξαιτίας της δυσλειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος και εκδηλώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Επίσης, μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να παρατηρούνται ταυτόχρονα με άλλα προβλήματα (π.χ. λειτουργική αδυναμία αισθήσεων, νοητική υστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή με εξωγενείς επιρροές (π.χ. πολιτισμικές διαφορές, υστερημένο γλωσσικό περιβάλλον, ανεπαρκής ή ακατάλληλη εκπαίδευση), δεν είναι όμως αποτέλεσμα αυτών των επιρροών.
Τα παιδιά με μαθησιακό έλλειμμα (όταν η δυσκολία της μάθησης οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες) χρειάζονται κάποιες αλλαγές στη διαδικασία της μάθησης, όπως: ενίσχυση της διδασκαλίας, οργάνωση της μελέτης, καλύτερη διαχείριση του χρόνου. Αυτές οι αλλαγές είναι συχνά αρκετές για να μετριάσουν ή ακόμα και να ξεπεράσουν οι μαθητές το πρόβλημά τους.
Αντίθετα, τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (όταν η δυσκολία της μάθησης οφείλεται σε ενδογενείς παράγοντες) χρειάζονται περισσότερα από μία απλή ενίσχυση της διδασκαλίας. Η προσέγγιση των μαθησιακών δυσκολιών πρέπει να είναι διαγνωστικό- διορθωτική. Δηλαδή, να εντοπίζονται και να περιγράφονται τα λάθη, τα κενά και η εσφαλμένη προϋπάρχουσα γνώση και να διορθώνονται συστηματικά με διαδικασίες βασισμένες στις αρχές και στις τεχνικές της συμπεριφοριστικής ανάλυσης της μάθησης.
Παρατηρείται πως τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες συχνά αντιμετωπίζονται σαν παιδιά με μαθησιακό έλλειμμα από ειδικούς στους οποίους απευθύνονται για βοήθεια. Αυτή η αντιμετώπιση μπορεί να είναι άμεση αλλά είναι και μάταιη. Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες χρειάζονται εξατομικευμένο πρόγραμμα σχεδιασμένο με βάση το αναπτυξιακό έλλειμμά τους και όχι το σχολικό έτος στο οποίο βρίσκονται.
« Ο πνευματικός δημιουργός αυτού του κειμένου, παραχωρεί την άδεια αναδημοσίευσης- αναπαραγωγής του, σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό ή έντυπο μέσο, υπό την προϋπόθεση αναδημοσίευσης ολόκληρου του κειμένου και όχι της τμηματικής- αποσπασματικής αναδημοσίευσης.»
Με τον όρο «μαθησιακό έλλειμμα» περιγράφουμε τη δυσκολία στη διαδικασία της μάθησης η οποία οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες όπως είναι η ελλιπής σχολική φοίτηση, ανεπαρκής διδασκαλία, διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, πολυπολιτισμική υστέρηση, εξωτερική μετανάστευση, κ.α.
Με τον όρο «μαθησιακές δυσκολίες» περιγράφουμε μία ομάδα πολύμορφων δυσκολιών, οι οποίες εκδηλώνονται σε ένα ευρύ φάσμα γλωσσικών διεργασιών (ομιλία, κατανόηση, ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά). Αυτές οι δυσκολίες είναι εγγενείς στο άτομο, θεωρούνται ότι υπάρχουν εξαιτίας της δυσλειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος και εκδηλώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Επίσης, μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να παρατηρούνται ταυτόχρονα με άλλα προβλήματα (π.χ. λειτουργική αδυναμία αισθήσεων, νοητική υστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή με εξωγενείς επιρροές (π.χ. πολιτισμικές διαφορές, υστερημένο γλωσσικό περιβάλλον, ανεπαρκής ή ακατάλληλη εκπαίδευση), δεν είναι όμως αποτέλεσμα αυτών των επιρροών.
Τα παιδιά με μαθησιακό έλλειμμα (όταν η δυσκολία της μάθησης οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες) χρειάζονται κάποιες αλλαγές στη διαδικασία της μάθησης, όπως: ενίσχυση της διδασκαλίας, οργάνωση της μελέτης, καλύτερη διαχείριση του χρόνου. Αυτές οι αλλαγές είναι συχνά αρκετές για να μετριάσουν ή ακόμα και να ξεπεράσουν οι μαθητές το πρόβλημά τους.
Αντίθετα, τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (όταν η δυσκολία της μάθησης οφείλεται σε ενδογενείς παράγοντες) χρειάζονται περισσότερα από μία απλή ενίσχυση της διδασκαλίας. Η προσέγγιση των μαθησιακών δυσκολιών πρέπει να είναι διαγνωστικό- διορθωτική. Δηλαδή, να εντοπίζονται και να περιγράφονται τα λάθη, τα κενά και η εσφαλμένη προϋπάρχουσα γνώση και να διορθώνονται συστηματικά με διαδικασίες βασισμένες στις αρχές και στις τεχνικές της συμπεριφοριστικής ανάλυσης της μάθησης.
Παρατηρείται πως τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες συχνά αντιμετωπίζονται σαν παιδιά με μαθησιακό έλλειμμα από ειδικούς στους οποίους απευθύνονται για βοήθεια. Αυτή η αντιμετώπιση μπορεί να είναι άμεση αλλά είναι και μάταιη. Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες χρειάζονται εξατομικευμένο πρόγραμμα σχεδιασμένο με βάση το αναπτυξιακό έλλειμμά τους και όχι το σχολικό έτος στο οποίο βρίσκονται.
« Ο πνευματικός δημιουργός αυτού του κειμένου, παραχωρεί την άδεια αναδημοσίευσης- αναπαραγωγής του, σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό ή έντυπο μέσο, υπό την προϋπόθεση αναδημοσίευσης ολόκληρου του κειμένου και όχι της τμηματικής- αποσπασματικής αναδημοσίευσης.»