σκυμμένος σε βιβλία και χαρτιά.
πάλεψα με προβλήματα κι ασκήσεις
και τις σελίδες άλλαζα μπροστά μου με σειρά.
άντεξα τόσες νύχτες του χειμώνα
αν κι ο Μορφέας έμπαινε στο σπίτι απ΄ τις εννιά.
πλάι στο τζάκι έγειρε κατάκοπη η γραία,
κοιμήθηκε κι η γάτα στη γωνιά.
οι σπίθες νευρικά με συντροφεύουν
χορεύουν, τραγουδούν μέχρι αργά.
τώρα στο σπίτι βασιλεύει ηρεμία,
η κάθε ανάσα μου ακούγεται βαριά.
έπεσε βάρος στων ματιών μου την αυλαία,
όλα τα γράμματα μου φαίνονται μικρά.
ψάχνω να βρω τα κεφαλαία,
ψυχή και σώμα παραδίδουν τα κλειδιά.
ελπίδα κάθε νέου που κοπιάζει
η αίσθηση του τέλους σα φανεί.
γλυκός καρπός και λύτρωση φαντάζει
κι ο τελειωμός χαρά που έσπειρε η αρχή.
όμως δε φάνηκε ακόμη το λιμάνι.
οι άγκυρες δεμένες στα ψηλά.
έρχεται θύελλα φωνάζει ο καπετάνιος,
οι ναύτες ξαναπιάνουν τα κουπιά.
αυτή η μάχη είναι ασύγκριτα μεγάλη.
στο στίβο αυτό θα μπουν για μιά φορά.
δεν θα υπάρξουν περιθώρια για λάθη.
όσοι θα χάσουν θα μετρήσουν συμφορά.
οι δήθεν σύμμαχοι, κοιτάζουν στην αρένα.
αποκοιμήθηκαν αδιάφορα, οικτρά.
δε νοιάζονται που χύνεται το αίμα
και θύμα είναι πάλι τα παιδιά.