Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

«Κορωνοϊός… Μια απειλή ή μια σπουδαία ευκαιρία συνάντησης με τον Θεό;»

Του Δρ Ιωάννη Φύκαρη
Επίκ. Καθηγητή
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


Ο λοιμός του κορωνοϊού δημιούργησε και θα δημιουργήσει σειρά αλλεπάλληλων και αλληλοδιάδοχων εξελίξεων.

Πολλοί δε είναι αυτοί, που ισχυρίζονται ότι, την επόμενη ημέρα, της πολυπόθητης από όλους, λήξης της φοβικής τρομοκρατικότητας του λοιμού όλα στον κόσμο θα είναι διαφορετικά.

Ωστόσο, τώρα είναι αναγκαίο- και δικαίως- να ληφθούν μέτρα ή και αντίμετρα. Πρέπει να προστατευθεί ο άνθρωπος, πρωτίστως και, δευτερευόντως ή παραλλήλως, η φύση και ο πλανήτης.

Ένα από αυτά τα μέτρα κρίθηκε ότι έπρεπε να είναι η παντελής άρση της λειτουργικότητας των ναών και η μη προσέλευση πιστών. Καμία εναλλακτική δεν συζητήθηκε. Κανένας αντίλογος δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη.

Ακόμη και το να τελούνται οι Θείες Λειτουργίες, και, μάλιστα της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος και των Κυριακών, σε όλους τους ναούς, έστω και χωρίς την προσέλευση των πιστών. Το αιτιολογικό εστιάζει στον κίνδυνο να μην πειθαρχήσουν οι πιστοί. Να προσέλθουν στον ναό κι έτσι, λόγω του συνωστισμού, να μεταδοθεί ευρέως και ταχύτερα ο ιός, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ναι, αλλά ο χριστιανός είναι κατηχημένος στην υπακοή του Θείου θελήματος, διά του προσώπου των συνανθρώπων του, των οποίων μόνο το καλό καλείται να επιθυμεί.

Οι Ορθόδοξες χριστιανικές εκκλησίες «έκλεισαν», παρά το ότι στην ιστορικότητά τους δεν υπάρχει ανάλογη πράξη. Τουλάχιστον σε αυτή την έκταση και με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, σήμερα τον 21ο αιώνα, οι εκκλησίες «έκλεισαν» αναιρώντας, επί της ουσίας, το δόγμα. «Πιστοποιώντας», ταυτόχρονα, η κίνηση αυτή ότι, «σωτηρία ψυχών δεν υπάρχει». Ότι, «η Θεία Μετάληψη δεν είναι μετουσίωση σε Σώμα και Αίμα Χριστού». Ότι, στον ναό δεν πνει τον Πνεύμα το Άγιο, που καθαγιάζει τα πάντα, καθιστώντας τον ναό θεραπευτήριο ψυχών και σωμάτων.

Παράλληλα, πάλι ο Χριστός μπαίνει στην άκρη. Διδασκαλία, παράδοση και βεβαιότητα χρόνων υποκαθίστανται ή αντικαθίστανται από τον- εντός ή εκτός εισαγωγικών- ορθολογισμό.

Κάποιοι επιχαίρουν για την πρόσκαιρη νίκη τους. Λησμονούν, όμως ότι, αυτό είναι το κέντημα στην πτέρνα. Αλίμονο στη συντριβή της κεφαλής! Κάποιοι επιχαίρουν, διότι επέτυχαν- αλίμονο γι’ αυτούς- πρόσκαιρα την ιδιωτικοποίηση της πίστεως, ως μιας υποκειμενικής και προσωπικής κατάστασης, στην οποία ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας είναι δικαίωμά του αλλά και ό,τι καταλαβαίνει ατομικά, προσωπικά, «ετσιθελικά» είναι σωστό.

Ό,τι γίνεται σήμερα- Άνοιξη 2020, εξαιτίας της επικινδυνότητας του λοιμού- τίποτε δεν είναι τυχαίο. Αυτό που, κατά βάση, επιδιώκεται είναι να συγχυστούν συνειδησιακά οι άνθρωποι συγχέοντας το συνειδητό με το υποσυνείδητο. Διότι το συνειδητό συνδέεται με το ηθικό. Και το ηθικό κοινωνικοποιεί και κανονικοποιεί τον άνθρωπο, θέτοντάς του τα απαιτούμενα όρια, ώστε να αποφύγει αρνητικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης ελευθερίας του. Όπως μια λάμπα, η οποία για να φωτίσει πρέπει να μπει στην ανάλογη και κατάλληλη εισδοχή και να μείνει σταθερή εκεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση είναι άφωτη, ανενεργή.

Ο με συγχυσμένη συνείδηση άνθρωπος καθίσταται ένας «παρα-άνθρωπος». Δηλαδή, ένα τηλεκατευθυνόμενο ρομπότ, που πράττει ό,τι του «φορτώσει/ προγραμματίσει» ο κατασκευαστής του. Δηλαδή, ένας τηλεκατευθυνόμενος ρομποτοποιημένος άνθρωπος, που ασυνείδητα, χωρίς αντίσταση θα υλοποιήσει τα όποια σχέδια. Ακόμη και ύποπτα σχέδια. Η εξέλιξη αυτή κρίθηκε ότι έπρεπε να δρομολογηθεί και φάνηκε, ως ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη αυτή να είναι η αποχριστιανοποίηση των ανθρώπων, κυρίως, διότι στον Χριστιανισμό ο άνθρωπος είναι πρόσωπο. Έχει ελεύθερη βούληση και νόηση, που λειτουργούν με την υπακοή και όχι την υποταγή. Ελεύθερη βούληση και νόηση, τα δυο δώρα του Θεού στον άνθρωπο, που συνθέτουν αυτό που λέγεται «ψυχή».

Ωστόσο, κάποιοι θέλουν οι άνθρωποι να πλανηθούν. Ο τρόπος για να γίνει αυτό είναι η διασπορά του φόβου ότι «δεν σώζεσαι με τίποτε». «Ο Θεός που πίστευες δεν μπορεί να κάνει τίποτε για εσένα». «Αυτό που μπορεί να σε σώσει είναι μόνο η δύναμη του νου». Μια δύναμη, ωστόσο, που και οι ίδιοι οι επιστήμονες, στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας, την αμφισβητούν.

Κι ενώ αναγνωρίζεται η αξία του ανθρώπινου νου, εντούτοις είναι άτοπο να στηρίζεται κανείς στον ανθρώπινο νου και όχι στον Δημιουργό αυτού του νου. Και η τραγικότητα είναι να δίνεται μεγαλύτερη αξία στο δημιούργημα από ό,τι στον Δημιουργό αυτού του δημιουργήματος.

Για όλα αυτά έπρεπε να «κλείσουν» οι εκκλησίες. Οι ιεροί ναοί να καταντήσουν «κουφάρια πίστεως» ή έτσι, τουλάχιστον, να φαίνονται στα μάτια των πιστών, ώστε ολοένα και περισσότερο να απομακρύνονται από την εκκλησία οι άνθρωποι και να προσκολλώνται ολοένα και πιο βεβαιωμένα στην άποψη ότι, δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέραν της δύναμης του ανθρώπινου νου, που βεβαίως δεν απορρίπτεται, αλλά που σίγουρα δεν πρέπει να θεοποιείται.

Παράλληλα, ό,τι γινόταν μέχρι τώρα στην εκκλησία φαντάζει σαν μια τραγική συνήθεια. Μια φολκλόρ παράδοση. Ένα ιδιότυπο happening πίστεως. Μια καλογυαλισμένη βιτρίνα. Την αίσθηση αυτή την επιτείνει το προβαλλόμενο επιχείρημα πως «αν δεν υπάρχουν σωματικά ζωντανοί και υγιείς άνθρωποι ποιος θα ανοίξει τις εκκλησίες και ποιος θα τις γεμίσει»;

«Αν χαθούν οι άνθρωποι τότε οι ναοί θα είναι κενά κτίρια». Δεν σκέφτονται, όμως, οι προφασιζόμενοι το επιχείρημα αυτό, πως και οι άνθρωποι να λείψουν «θα μιλήσουν οι πέτρες, τα δέντρα και τα πουλιά για τον Θεό»; Δεν σκέπτονται ότι, ζωντανός είναι ο άνθρωπος, όταν είναι ζωντανή η ψυχή του; Αυτό, όχι μόνο το σκέπτονται, αλλά και το ξέρουν και, γι αυτό επιδιώκεται να καταστεί ο άνθρωπος μια νεκρωμένη συνειδησιακά ψυχή σε ένα κενό σώμα, το οποίο, όμως, φαντάζει σπουδαίο και ως ο μοναδικός λόγος για να υπάρχει ο άνθρωπος. Ένα ανδρείκελο, που παρότι είναι χοϊκό, φθαρτό και παραδίδεται στη διάλυση, καθίσταται ο κύριος σκοπός της ύπαρξης του ανθρώπου, ενώ ο βασικός σκοπός του είναι να εξυπηρετεί την οίκηση της ψυχής. Και σε αυτό έγκειται η αξία του. Γι’ αυτό και πλάστηκε από τον Δημιουργό. Γι’ αυτό και έχει σημασία να διατηρείται «καθαρό» από τους ρύπους της αμαρτίας, που ρυπαίνει την ψυχή.

Όμως, η ψυχή είναι αιώνια και ενυπάρχει συνυπάρχοντος του σώματος. Και η «καθαρότητα»- αγνότητα του σώματος, όταν γίνεται με συνειδητότητα της κατάστασης αυτής, γίνεται φάρος πορείας του σώματος διά της καθάριας ψυχής. Άρρηκτη και συμπαγής η συνύπαρξη σώματος και ψυχής. Γι’ αυτό και κατά τη λήξη της ανθρώπινης επίγειας πορείας, βιαίως αποχωρίζεται η ψυχή από το σώμα. Σπάει η αρραγής σύζευξη σχέσης ψυχής και σώματος, το οποίο παραδίδεται στη φθορά, ενώ η ψυχή πορεύεται κολάσιμα ή παραδείσια στην αιωνιότητα.



Το «κλείσιμο» των εκκλησιών ενδυναμώνει αυτή τη βίαιη και, ει δυνατόν, οριστική διαραγή του σώματος από την ψυχή, από την οποία ισχυρό θα βγει το φθαρτό και ακυβέρνητο σώμα. Ή μάλλον το κυβερνοχωρικά και με επίφαση λογικής, μιας κυβερνοχωρικής λογικής, καθοδηγούμενο σώμα, που θα διατηρείται υγιές και μακροημερεύον, αλλά πάντα θα είναι φθαρτό και διαλυτέο. Συντομότερα ή αργότερα.

Η νεολογική διαραγή της σύζευξης σώματος και ψυχής οδηγεί στον οντολογικό αφανισμό της υπόστασης του ανθρώπου, καταλύοντας την ένωση του σώματος των πιστών στην εμ-πρόσωπη και δια-πρόσωπη κοινωνία τους και διαμέσου αυτής στην κοινωνία των ανθρώπων με τον αληθινό Θεό. Δηλαδή, στον αποπροσανατολισμό της οδού της σωτηρίας του σύνολου ανθρώπου, που αν και είναι τεθλιμμένη οδός, εξαιτίας του πόνου που προκαλεί στον άνθρωπο η εγκατάλειψη των επιθυμιών και το βάρος των αμαρτωλών παθών, έχει, ωστόσο, την ωραιότητα της προσέγγισης του Θείου φωτός.

Κάποιοι, όμως, νομίζουν ότι, μπορούν να συσκοτίσουν αυτό το Θείο φως και στην πλάνη τους προτάσσουν το επιχείρημα ότι, «πρώτα πρέπει να σωθεί η επίγεια ζωή. Η σωτηρία της ψυχής θα έρθει μετά».

Δηλαδή, πρώτα το εφήμερο, το φθαρτό και μετά το αιώνιο και αληθινό, αν υπάρχει. Μια λογική εμπειρισμού και μια προσπάθεια επιβεβαίωσης της ιδέας ότι «υπάρχει ό,τι βλέπω». Και αφού δεν βλέπω ορατά τον Θεό για να τον αγγίξω σωματικά, έμπρακτα, άρα δεν υπάρχει. Και τα περί σωτηρίας της ψυχής και του ανθρώπου είναι περίπου «αερολογία». Όμως, «μακάριοι οι μη ειδότες και πιστεύσαντες».

Ωστόσο, συνεχίζεται η δόμηση του πλανεμένου επιχειρήματος ότι, «αν χαθεί ο άνθρωπος και ο πλανήτης, τότε δεν θα υπάρχει τίποτε πια». Μα και τον πλανήτη και τον άνθρωπο τον έπλασε ο Θεός. Ο προαιώνια προϋπάρχων και ατελεύτητος στους αιώνας των αιώνων Θεός. Και όλα να χαθούν, ο Θεός θα υπάρχει και έχοντας πλάσει τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, όχι από ανάγκη, αλλά από αγάπη, θα περιμένει με αγάπη τους ανθρώπους να έρθουν κοντά Του. Δεν θα τους στερήσει την ελευθερία επιλογής, που ο ίδιος τους χάρισε, αλλά ως στοργικός πατέρας Θα περιμένει τα ειλικρινώς μετανοημένα παιδιά Του να τα καλοδεχθεί και να τους προσφέρει «τον μόσχο τον σιτευτόν» ως κοινωνία προσώπων. Θα διακρίνει την ειλικρινή μετάνοια από τη συνήθεια. Μια συνήθεια που την αντικατοπτρίζει η φαινομενολογική θεώρηση του «μετράει η επίγεια ζωή, πριν και πάνω από όλα και μετά όλα τα άλλα θα μας περιμένουν για να συνεχίσουν από εκεί που τα αφήσαμε».

Και, αν χρειαστεί και πάλι θα τα παρατήσουμε, χωρίς πραγματικά να αγγίξουμε Τον Θεό. Χωρίς να Τον πλησιάσουμε και να αισθανθούμε την αύρα Του, διότι αρκεί η εφήμερη ζωή. Έστω κι αν είναι επίπλαστη, φθηνή. Τα άλλα ας τα αφήσουμε για αργότερα. Αφού, ούτως ή άλλως, γι’ αυτούς δεν υπάρχουν.

Τελικά, πόσο εύκολα εμείς τα δημιουργήματα πληγώνουμε τον Δημιουργό και Πατέρα μας; Και με πόση ευκολία θα Τον ξανασταυρώσουμε και θα Τον ξανασταυρώνουμε για μια πλανεμένη αντίληψη μιας «φαινομενικής ζωής».

Παρόλα αυτά, ο Θεός είναι Παρών. Και είναι Έτοιμος ακόμη και στην παρακοή του θελήματός Του, από το έλλογο πλάσμα Του, να του δώσει το έλεός Του αλλά και την ευκαιρία και τη δυνατότητα της σωτηρίας του. Αρκεί αυτό να Του ζητηθεί κατανυκτικά και έντονα, με τη μυστική προσευχητική απάνεμη κραυγή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»!