Ας επιστρέψουμε στους ορεινούς όγκους, στο Βέρμιο, τα Πιέρια, τον Όλυμπο, τα Χάσια, την Πίνδο...
που υψώνοντας περήφανα τις κορυφές τους ήταν σαν να καλούσαν τους νέους από τα κοντινά χωριά με τον μαγικό τους κόσμο, με τις σκοτεινές χαράδρες, με τα καταπράσινα δάση, με τους γκρεμούς που φέρνουν ίλιγγο, καθώς και με τις φημισμένες ομάδες κλεφτών. Επί τουρκοκρατίας οι ορεινοί όγκοι διαφύλαξαν τους ελληνικούς πληθυσμούς από την ολοκληρωτική υποταγή και υπήρξαν η σωτηρία του λαού μας, όπως θα τόνιζε το 18ο αιώνα ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Ο Γάλλος περιηγητής Lauvergne επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1825 και παρατήρησε ότι «ολόκληρη η Ελλάδα, με τα πολλά βουνά, τα τρομακτικά φαράγγια που τα χωρίζουν… μοιάζει να έχει προοριστεί από τη φύση να είναι το λίκνο ελεύθερων ανθρώπων» (βλ. H. Lauvergne, Souvenirs de la Grèce dans la campagne de 1825, p. 206-7).
Από αυτούς τους ορεινούς όγκους, όμως, πρέπει να τονίσουμε δύο: τον οριζόντιο του Ολύμπου – Χασίων και τον κάθετο της Πίνδου με τα Άγραφα, που βρίσκονταν πάνω από τους Τούρκους της Θεσσαλίας, και τον Κόζιακα από όπου εξορμούσαν οι κλέφτες φτάνοντας μέχρι τα Μετέωρα. Στον Όλυμπο οι κλέφτες μπορούσαν να κινηθούν με ελευθερία προς τα Χάσια, την Πίνδο, να περάσουν τον Κόζιακα και να βρεθούν στην Ήπειρο και να κατεβούν στη Δυτική Στερεά και το Ξερόμερο:
Στον Λούρον, στο Ξερόμερον αρματολός εστάθην,
Στα Χάσια και στον Όλυμπον δώδεκα χρόνια κλέφτης.
Κλέφτες επάνω στον Όλυμπο μνημονεύονται στον «Βίο του Αγίου Διονυσίου», πιο συγκεκριμένα στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, που έχτισε ο όσιος και μερικοί κάτοικοι της περιοχής τον κατήγγειλαν στον Τούρκο τοπάρχη ότι μαζεύονται εκεί οι κλέφτες και κινδυνεύουν οι κάτοικοι (βλ. Ακολουθία οσίου Διονυσίου, σ. 23). Ο Όλυμπος ήταν ένα είδος παραδείσου των κλεφτών, που απέδιδαν θαυμαστές ιδιότητες στο ζωογόνο αέρα του, όπου οι πληγές τους γιατρεύονταν μόνες τους:
Πλιάσκα μ’ αν θέλεις γιάτρεμα, να γειάνουν οι πληγές σου,
Έβγα ψηλά στον Όλυμπο, στον έμορφο τον τόπο.
Αντρείοι ‘κει δεν αρρωστούν, κι άρρωστοι ανδρειώνουν
Εκ’ είν’ οι κλέφτες οι πολλοί, τα τέσσερα πρωτάτα.
Τους δυο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας οι αγωνιστές για τη λευτεριά από τη Μακεδονία κατέχουν περίλαμπρη θέση, έχοντας συγκροτήσει τις ξακουστές ομάδες των κλεφτών που περιφέρονταν απειλητικά πάνω στους ορεινούς όγκους. Η παρουσία τους έδινε θάρρος στους νέους και τους παρακινούσε να κρατούν περήφανη στάση απέναντι στους κατακτητές και τους εθελόδουλους συμπατριώτες τους.
Ο Κασομούλης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στους περίφημους Καπιταναίους των Πιερίων και του Ολύμπου (βλ. Ενθυμήματα, σ. 17): «Ζήδρος, ο περίφημος, ακμάζων από τας αρχάς του 1700 μέχρι των 1770… κατασταθείς ο τρόμος των Αλβανών εις την εποχήν του, μη συγχωρών να περιέρχονται Τούρκοι και Αλβανοί εις τα πέριξ της επαρχίας Ελασσώνος προς τον Όλυμπον». Ακολουθεί (σ. 18) ο «Λάζος, καταγόμενος από Βλαχοφθέρην Ολύμπου και κατοικήσας εις την Μηλιάν Ολύμπου, σύγχρονος του Ζήδρου…εβάσταξεν και τούτος… το Αρματωλίκι του ανενόχλητον με τας ιδίας συνθήκας, να μη εξέρχεται Τούρκος από την Αικατερίνην και Σέρβια και επάνω». Και συνεχίζει για τον Λάζο που (σ. 22) «εγέννησεν τέσσαρας υιούς περιφα-νείς, τον Γιάννην, όστις τον διεδέχθη ως πρωτότοκος, τον περίφημον Λιόλιον, τον Δήμον και τον Κώσταν. – Ο δε Τζιάρας τον Κώνσταν, όστις δεχθείς το καλογερικόν σχήμα ωνομάσθη Καλόγηρος, και τον περίφημον Νίκον Τζιάραν, του οποίου τα ανδραγαθήματα γέμει και η Μακεδονία και η Θετταλία και η Ήπειρος». Ο Νίκος Τσάρας είχε και καταπληκτικές αθλητικές επιδόσεις, μιας και αναφέρει ο Fauriel (βλ. Chants populaires, v. 1, p. lviij) ότι πηδούσε επτά άλογα βαλμένα στη σειρά κατά μέτωπο.
Ο Fauriel, στηριζόμενος βέβαια στην προφορική παράδοση του 19ου αιώνα, μας παρέχει πολλές πληροφορίες για τη ζωή των κλεφτών, οι οποίοι διακρίνονταν όχι μόνον για το θάρρος τους, αλλά και για τη μεγάλη τους αντοχή στην πείνα και δίψα, στην αϋπνία και τα βασανιστήρια των Τούρκων. Όταν τύχαινε να πέσουν στα χέρια τους, ήταν ζήτημα τιμής να δαμάσουν τους φριχτούς πόνους τους και να υπομείνουν ατάραχοι τα πάνδεινα, γι’ αυτό και δεν έχουμε παράδειγμα κλέφτη που λιποψύχησε ή απαρνήθηκε την πίστη του. «Καλό μολύβι» εύχονταν ο ένας στον άλλον, δηλαδή να βρουν ακαριαίο θάνατο στη μάχη, παρά να πέσουν στα χέρια των Οθωμανών. Κι αν πληγώνονταν βαριά, παρακαλούσαν με ιερή παράκληση τους συντρόφους τους να τους κόψουν οι ίδιοι το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, για να μην το πομπέψουν οι εχθροί μέσα στα χωριά και τις πόλεις (βλ. ό.π., p. lx-lxj).
Η τακτική τους ήταν να αποφεύγουν τις πεδιάδες και να αιφνιδιάζουν τους εχθρούς στα ορεινά, όπου η αριθμητική υπεροχή έχανε την αποτελεσματικότητά της και δεν μπορούσε να δράσει το ιππικό. Πρόκειται για την τακτική των ατάκτων, των γνωστών παρτιζάνων, που την ονόμασαν κλεφτοπόλεμο και έχει κύριο στοιχείο την ενέδρα. Πολεμούσαν σκορπισμένοι, όρθιοι ή γονατιστοί, πίσω από ό,τι έβρισκαν (δέντρο, βράχο, πτώματα εχθρών) και τα προκαλύμματα αυτά τα έλεγαν μετερίζια. Και κυκλωμένοι επί μέρες και στερημένοι από φαγητό και νερό, έβρισκαν το κουράγιο να κάμουν το λεγόμενο γιουρούσι, την απελπισμένη έφοδο, να ορμούν με τα γιαταγάνια τους και να διαφεύγουν ή να αντιστέκονται μέχρι το θάνατο (βλ. ό.π., lvj).
Ο κλεφτοπόλεμος γνωρίζουμε ότι ως στρατιωτική τακτική σώθηκε μέχρι την επανάσταση του 1821 και με πυρήνες τις μαχητικές δυνάμεις των κλεφταρματολών είχαμε τους αδιάκοπους αγώνες του ελληνικού έθνους εναντίον των βάναυσων κατακτητών. Ήταν επόμενο να προβάλλουν ως φυσικοί αρχηγοί και να αποτελέσουν τη «μαγιά της λευτεριάς», να γίνουν οι πρόμαχοι της ελευθερίας, ν’ αποκαθαίρουν το ρύπο του ραγιαδισμού και να συντελέσουν στην ηθική αναγέννηση του έθνους μας. Εμπνέοντας γενναία αισθήματα και δείχνοντας σε όλους μας το δρόμο της τιμής και του καθήκοντος, αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση. Γράφει ο Κολοκοτρώνης: «Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι, αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, ασήκωτοι, άγριοι εις τες σπηλιές, τα βουνά, εις τα χιόνια σαν τα θηρία, με τα οποία συζούσαμε» (βλ. Γ. Τερτσέτης, Άπαντα, τ. 3, σ. 18).
Τα σπάνια γραπτά μνημεία και κυρίως τα λαμπρά για την εποποιία τους κλέφτικα τραγούδια μας βοηθούν να αποκαταστήσουμε το πάνθεο των γενναίων ανδρών, που είτε ως αρματολοί είτε ως κλέφτες, άλλοτε ως κλέφτες ή αρματολοί, πήραν τα όπλα κατά του κατακτητή Οθωμανού ως αγωνιστές της ελευθερίας. Οι Έλληνες κλέφτες δεν είχαν καμία σχέση με τους κοινούς ληστές στους μεγάλους δημόσιους δρόμους της Ευρώπης, τουναντίον είχαν ανώτερη αντίληψη για τη ζωή και την ελευθερία. Κινούμενοι στα όρη και ζώντες εν μέσω κινδύνων και κακουχιών έπλασαν το ιδεώδες της ανδρείας και της αλκής. Οι τραχείς και ριψοκίνδυνοι αυτοί άνδρες των ορέων μετεβλήθησαν σε αγωνιστές της ελευθερίας.
Η Ελλάδα των προεπαναστατικών χρόνων μας θυμίζει ανάλογη εικόνα με αυτήν που περιγράφει ο Θουκυδίδης (Α, 5): «Πάσα η χώρα εσιδηροφόρει∙ άνδρες ετράποντο πρός ληστείαν, ηγουμένων ανδρών ου των αδυνατωτάτων… καί τόν πλείστον του βίου εντεύθεν εποιούντο, ουκ έχοντός πω αισχύνην τούτου του έργου, φέροντος δέ τι και δόξης μεγάλης». Οι νεότεροι κλεφταρματολοί διέφεραν σε τούτο: αγωνίζονταν για το μέγιστο αγαθό της εθνικής ανεξαρτησίας.
Παναγιώτης Γ. Αλεκάκης
Φιλόλογος – Ιστορικός
Δρ Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος Α.Π.Θ.
Διευθυντής 2ου ΓΕΛ Κατερίνης
* Διαβάστε το Α΄μέρος εδώ: https://pierikialithia.blogspot.com/2021/03/blog-post_441.html
** Διαβάστε το Β' μέρος εδώ: https://pierikialithia.blogspot.com/2021/03/blog-post_960.html
*** Διαβάστε το Γ΄ μέρος εδώ: https://pierikialithia.blogspot.com/2021/03/blog-post_768.html