Καθημερινά αλωνίζω την πόλη
της Κατερίνης, τρέχω να προλάβω - ένας θεός ξέρει τι - και αναρωτιέμαι αν αυτά
που βλέπω στους δρόμους της, τα βλέπουν και οι άλλοι...
Αν με ρωτήσετε θα πω πως όχι,
η πείρα μου, μου έχει δείξει πως ο καθένας μας επιλέγει τι θα δει, και επίσης
επιλέγει και πως θα το δει..
Αντικειμενική άποψη δεν
υπάρχει, η ιστορία στους δρόμους της πόλης γράφεται με τον τρόπο που επιλέγει ο
παρατηρητής να την γράψει, ο Ηρόδοτος μας τέλειωσε κάτι χιλιάδες χρόνια πριν...
Την παρασκευή το μεσημέρι
γυρνούσα στους δρόμους , επέστρεφα σπίτι μου, σε μια πόλη βροχερή και μουντή με
σκυθρωπούς τους άλλους γύρω μου και μουσκεμένους...
Σκεφτόμουν διάφορα, μέχρι την
στιγμή που αυτό το αταίριαστο ζευγάρι με προσπέρασε...
Εκείνη ήταν μια μάνα κοντά
στα πενήντα, μια χωριάτισσα μάνα με το μαλλί σε απλό κότσο και το σκούρο γκρι
κλασσικό παλιομοδίτικο ταγέρ φορεμένο ασορτί με τα χαμηλοτάκουνα μαύρα
παπούτσια..
Φτωχικά ντυμένη και η τσάντα
απλή, ήταν μια τσάντα για να κάνει την δουλειά της, από εκείνες τις μαύρες που
τα χωράνε όλα μέσα.
- Εμάς τις γυναίκες μας χαρακτηρίζει
η τσάντα, δεν είναι τυχαίο που οι Ιρανές- που φοράνε μπούργκα - φροντίζουν να
είναι όσο ακριβότερες γίνεται-...
Αυτήν την μάνα όμως δεν
έδειχναν να την απασχολούσαν τέτοια πράγματα, είχε άλλα να σκεφτεί ....
Δίπλα της περπατούσε μια
σκιά, το παιδί της......
Με δυσκολία έσερνε το βήμα
του, τόσο ασθενικό και αδύνατο, τόσο σκιά μιας παλιάς καλής εποχής..
Ένα 25χρονο αγόρι με ένα
μαύρο απίστευτα μικρό παντελόνι που παρόλα αυτά έπλεε πάνω του και ένα μπουφάν
που κι εκείνο κρεμόταν επάνω στους ώμους...
Τα μαλλιά του ξυρισμένα στο
πλάι και τα υπόλοιπα δεμένα πίσω, καμπουριασμένο, τα χέρια του κρέμονταν άτονα
και αποστεωμένα.....
Φόραγε σκουλαρίκια στα αυτιά
( κάτι κρίκους) και είχε στο πρόσωπό του κι άλλα....
Κάποια στιγμή η μάνα τον
ρώτησε αν κρυώνει, όχι της έγνεψε και συνέχισαν να περπατούν μέσα στην βροχή...
Τότε είδα τα παπούτσια του, δύο
βρώμικα σταράκια που και στα δύο, το πίσω μέρος ήταν σκισμένο και
τσαλαβουτούσαν μέσα στα νερά...
Εκείνα τα παπούτσια ήταν η
ταυτότητά του, έδειχναν σ'όλους ότι δεν τον ένοιαζε, δεν είχε ιδέα τι φορούσε,
ίσως και τα χρήματα που πολλές φορές θα είχε ζητήσει για παπούτσια, ίσως να τα
είχε δώσει κάπου αλλού...
Εκεί τον λυπήθηκα πολύ,
έσφαξε την καρδιά μου, κατάλαβα τον πόνο του και τον πόνο της μάνας....
Η μάνα περπατούσε τόσο όσο να
την ακολουθεί, πήγαιναν πλάι πλάι και μιλούσαν σιγανά...εκείνη κοίταζε γύρω
της, έδειχνε ενδιαφέρον για κάποια μαγαζιά που προσπερνούσαν....
Μα αυτός δεν έβλεπε τίποτα,
μια γραμμή μονότονη και χωρίς κανένα ενδιαφέρον,...
Μια γραμμή....
Μόνο κάποια στιγμή που
πέρασαν ένα μαγαζί με σκουλαρίκια, μόνο τότε γύρισε ο γιος το κεφάλι ελαφρά σαν
να είδε κάτι γνώριμο και ύστερα το επανέφερε και πάλι....
Και η μάνα συνέχεια τον
φρόντιζε, τον κοίταζε καθώς περπατούσαν, τον έπιανε σιγανά για να περάσουν τον
δρόμο, είχε την έννοια του, άραγε έβλεπε ακόμη και τώρα τι ακριβώς του
συμβαίνει....ήθελε να το δει ?
Μου κόπηκε η καθημερινότητα
στα δύο, στο πριν τους δω και στο μετά...
Πόσες φορές έχω δει τέτοια
παιδιά να πηγαίνουν χαμένα, παιδιά που είναι χρήστες, μικρά φτωχά παιδιά που
τότε που πρέπει να ζουν , αυτά επιλέγουν να πεθάνουν....
Και αυτές οι μάνες που δεν
έχουν την γνώση να καταλάβουν από την αρχή τι τους συμβαίνει, δεν έχουν τίποτα
παρά μόνο το ένστικτο...γιατί δεν φταίνε αυτές που δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό
και δεν είχαν δει με τα μάτια τους κάτι τέτοιο για να μπορούν και να το αναγνωρίσουν...
Και που πάντα προσεύχονταν να
μην τους τύχει...
Και τώρα που τους χτυπάει την
πόρτα, πως θα το πολεμήσουν, τι άλλο θα κάνουν παρά να περιμένουν...να πάνε
που, να κάνουν τι .....
Τόσα χρόνια που βλέπω παιδιά
γύρω μου και τα πονάω σαν δικά μου, βλέπω και τον αγώνα των γονιών και δεν ξέρω
πως να βοηθήσω...
Παιδιά σε αυτή την ηλικία που
δεν έχουν φίλους, δεν έχουν κορίτσι, δεν έχουν ενδιαφέρον για τίποτα...ζουν
σ'έναν παράλληλο κόσμο που δεν υπάρχει..
Δεν ζουν...
Δεν θα ξεχάσω την μάνα που
κλαίγοντας ήρθε μια μέρα και μου έφερε ένα διπλωμένο αλουμινόχαρτο και μέσα
είχε μια σκόνη, την είχε βρει στην τσέπη από το μπουφάν της κόρης της, ιδέα δεν
έχω τι είναι, της είπα, την έστειλα στο απέναντι φαρμακείο...
Στην Θεσσαλονίκη έχει ένα
τουριστικό σημείο πάνω στα Κάστρα, εκεί σταματούν τα λεωφορεία και κάτω βλέπεις
όλη την πόλη...τουρίστες τραβάνε φωτογραφίες όλη μέρα, να ο Λευκός Πύργος, να ο
Πύργος του ΟΤΕ...
Μα ακριβώς από κάτω έχει ένα
σημείο που μαζεύονται οι χρήστες, όλο νέα παιδιά, κάθονται πάνω σε ένα πλάτωμα
και κάνουν χρήση, μαλώνουν, κοιμούνται, παραπατούν και βρίζουν τους τουρίστες
πάνω από τα κεφάλια τους....
Μα εμείς κοιτάμε την πόλη από
ψηλά και την θαυμάζουμε, αλλά όσο και να κοιτάμε δεν βλέπουμε τίποτα....
Γιατί έχουμε επιλέξει τι θα
δούμε και τι όχι, και έχουμε επιλέξει και το πως θα το δούμε....
Και όταν θα γυρίσουμε στα
σπίτια μας και θα μας ρωτήσουν πως περάσαμε , θα τους πούμε για τις ωραίες
φωτογραφίες που βγάλαμε από εκεί πάνω..
Και για την ουσία δεν θα
πούμε τίποτα...
Υ.Γ
Θέλω μόνο να γίνει ένα θαύμα
και αυτή η μάνα να μην πληγωθεί κι άλλο.........
Φωτεινή Μπόχτη |