Η ημερίδα οργανώθηκε από φορείς της Α/βάθμιας Εκπαίδευσης Πιερίας και τον συντονισμό των εργασιών της ημερίδας είχε ο Διευθυντής της Α/βάθμιας Εκπαίδευσης Πιερίας κ. Δημήτρης Συριανίδης.
Την ημερίδα άνοιξε η κ. Σ. Βαϊραμίδου ( Σχολ. Σύμβουλος 2ης εκπαιδευτικής περιφέρειας Πιερίας) με "Το μάθημα της Ιστορίας στο σύγχρονο σχολείο".
Ακολούθησε η τοποθέτηση του Αθ. Καραθανάση (ομ. Καθηγητή Α.Π.Θ.) με θέμα "Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή Πιερία".
Την ημερίδα έκλεισε η ομιλία του κ. Ν. Ναχόπουλου (Διευθυντή 2ου Δημοτικού Σχολείου Κατερίνης, Δρ. Τοπικής Ιστορίας) με θέμα "Πόλεις της αρχαίας Πιερίας".
Το παρών στην ημερίδα έδωσαν Διευθυντές σχολείων, εκπαιδευτικοί, εκπρόσωποι της Ι.Μ. Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνα, εκπρόσωποι του Δήμου Κατερίνης και αρκετός κόσμος.
Διαβάστε την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του κ. Νίκου Ναχόπουλου με θέμα "Πόλεις της αρχαίας Πιερίας" με ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες άγνωστες στον πολύ κόσμο που καθήλωσε τους παρευρισκόμενους.
ΠΥΔΝΑ
Το Δίον, όπως είδαμε, κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ των Πιερικών πόλεων κυρίως ως πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο. Εξίσου όμως διάσημη ήταν και η παραθαλάσσια πόλη Πύδνα και σημαντική για την πολεμική της δύναμη, το εμπόριο και τα πλούτη. Από όλες τις μακεδονικές πόλεις μόνο η Πύδνα κατείχε αξιόλογο ναυτικό, ενώ από την ξηρά προστατευόταν με ισχυρά τείχη. Περισσότερο όμως ονομαστή κατέστη η Πύδνα ως εμπορική πόλη. Διατηρούσε πολιτικούς και εμπορικούς δεσμούς με την Αθήνα και πιστεύεται ότι ήταν αποικία των Ερετριέων της Εύβοιας, την οποία αποίκησαν γύρω στον 8ο με 7ο αι. π.Χ. και αυτό γιατί η Ερέτρια ίδρυσε εκείνο το διάστημα και πολλές άλλες αποικίες στα παράλια της Μακεδονίας. Στη θέση αυτή πριν οι Ερετριείς ιδρύσουν την αποικία τους πιθανότατα προϋπήρχε άλλη πόλη.
Ονομασία
Το όνομα Πύδνα, σύμφωνα με το Θεαγένη, προήλθε από παραφθορά της λέξης κύδνα (κυδνός, ένδοξος, επιφανής). Επομένως η πόλη αρχικά ονομαζόταν Κύδνα.
Μετά την κατάληψη της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168) η Πύδνα μετονομάσθηκε σε «Κίτρον» και έκτοτε επικράτησε αυτή η ονομασία. Οι επιζήσαντες κάτοικοι της περιοχής και οι απόγονοί τους όμως καθώς και άλλοι Έλληνες παράλληλα με το επίσημο όνομα δεν ξέχασαν και το παλαιό όνομα της πόλης και μάλιστα αυτό εξακολουθούσε να μνημονεύεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής εποχής.
Ο αείμνηστος μητροπολίτης Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας με την καλή πρόθεση να αποδώσει σε κάθε τοπωνύμιο ελληνική προέλευση, γράφει ότι το Κίτρος έλαβε το όνομά του από τις κιτριές, τα δέντρα δηλαδή που παράγουν τα κίτρα. Τα δέντρα όμως αυτά ποτέ δεν ευδοκιμούσαν στην περιοχή λόγω του ψυχρού κλίματος. Το πιο πιθανό είναι το όνομα αυτό να είναι ρωμαϊκό. Καθώς ιστορεί ο Αππιανός οι Ρωμαίοι είχαν τη συνήθεια να διανέμουν στους στρατηγούς τους γη και πόλεις. Αυτοί οι νέοι κύριοι της περιοχής έδιναν στις πόλεις το δικό τους όνομα ή της ιδιαίτερης πατρίδας τους ή το όνομα κάποιας άλλη τοποθεσίας. Με βάση αυτά αλλά και το γεγονός ότι το όνομα «Κίτρον» είναι μοναδικό, πιστεύεται ότι προήλθε από το όνομα κάποιου Ρωμαίου στρατηγού ή άρχοντα της πόλης.
Θέση
Από τον 19ο αιώνα εσφαλμένα πιστευόταν ότι η θέση της αρχαία Πύδνας βρισκόταν στο ακρωτήριο Αθεράδα, δηλαδή στις Αλυκές, που παλαιότερα ονομάζονταν με την τουρκική ονομασία Τούζλα μέχρι το 1927.
Σήμερα μετά τις ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή, έχει εντοπιστεί η θέση της Αρχαίας Πύδνας, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στις Αλυκές και το Μακρύγιαλο. Η περιοχή αυτή παλιότερα ανήκε στο σημερινό χωριό Κίτρος. Μετά την εγκατάσταση όμως των προσφύγων στο Μακρύγιαλο περιήλθε κατόπιν αγοράς στους κατοίκους του Μακρύγιαλου και αποτελεί πλέον τα καλλιεργήσιμα κτήματα του χωριού. Μέσα στην περιοχή αυτή, όπως μαρτυρούν οι κάτοικοι της περιοχής, έβρισκαν νομίσματα διάφορων εποχών καθώς και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα κατά την καλλιέργεια των χωραφιών. Αλλά και όλη σχεδόν η επιφάνεια είναι κατάσπαρτη από σπασμένα κεραμίδια. Κοντά στην ακτή σώζεται μικρό μέρος των ερειπίων του παλιού φρουρίου, το οποίο αναφέρει και ο Καντακουζηνός κατά τον 14ο αι. Ακόμη και σήμερα η περιοχή αυτή είναι γνωστή σε πολλούς κατοίκους της περιοχής και κυρίως σε κατοίκους του Κίτρους, ως Παλαιόκιτρος αλλά και Κάστρο.
Ιστορικά
Από το Θουκυδίδη γνωρίζουμε ότι η παραθαλάσσια Μακεδονία κατακτήθηκε από τον Αλέξανδρο τον Α’ (498-454 π.Χ.) και τους προγόνους του. Η Πύδνα που ήταν η πιο ισχυρή από τις παραλιακές πόλεις, πρέπει να είναι η τελευταία πόλη που κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες. Μας είναι γνωστό ότι το 471 π.Χ. ανήκε πλέον στο μακεδονικό κράτος. Τότε που εξορίστηκε ο Θεμιστοκλής και κατέφυγε στην Πύδνα και από εκεί με πλοίο στην Ασία.
Κατά τον 5ο αι. η Πύδνα ήταν πλέον πολύ ισχυρή πόλη και συνετέλεσε πάρα πολύ στην εδρέωση και ανάπτυξη του μακεδονικού κράτους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο Περδίκκας ο Β’ (448-413 π.Χ.) κατόρθωσε να διασώσει και να ισχυροποιήσει το βασίλειο του.
Αρχέλαος Α’ - Εξέγερση των Πυδναίων - 1η πολιορκία
Τον Περδίκκα Β’ διαδέχθηκε ο Αρχέλαος ο Α΄ (413-399 π.Χ.), ο οποίος κατά το τρίτο έτος της βασιλείας του (410) αντιμετώπισε μια σοβαρή εξέγερση των Πυδναίων, την οποία αντιμετώπισε με πολιορκία. Ποια ήταν τα αίτια της εξέγερσης δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν με βεβαιότητα. Πιστεύεται όμως ότι επαναστάτησαν επειδή ο Αρχέλαος τους αφαίρεσε το δικαίωμα της νομισματοκοπίας, που διατηρούσαν από παλιά όπως και άλλες μακεδονικές πόλεις, και αποτελούσε ένδειξη αυτονομίας. Πιθανώς να επέβαλε στην Πύδνα και τελωνιακές επιβαρύνσεις στο εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο με σκοπό την αύξηση των εσόδων του για την ανασυγκρότηση του μακεδονικού κράτους.
Η Πύδνα για πολλά χρόνια αποτελούσε το αξιολογότερο λιμάνι του μακεδονικού κράτους. Από το λιμάνι της εξάγονταν - κυρίως προς την Αθήνα - ποικίλα και άφθονα προϊόντα, ιδίως δασικά, γεωργικά και μεταλλεύματα. Από το δασικό πλούτο της Μακεδονίας και κατ’ εξοχήν της Πιερίας οι Αθηναίοι πολύ συχνά προμηθεύονταν την πιο καλή ξυλεία για τις οικοδομές και για την ναυπήγηση των πλοίων και για το λόγο αυτό έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Πύδνα. Επί βασιλείας Αρχέλαου μάλιστα οι Αθηναίοι είχαν μεγάλη ανάγκη ναυπηγήσιμου υλικού για την αναπλήρωση των σοβαρών απωλειών που είχε ο στόλος τους στη Σικελία εξ αιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Αρχέλαος παρά την ουδέτερη πολιτική του κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, φαίνεται ότι ήταν περισσότερο φιλικός προς τους Αθηναίους. Κατά την πρώτη μάλιστα διετία αφότου ανέλαβε την εξουσία ενίσχυσε τους Αθηναίους με τρόφιμα και πολεμικό υλικό. Από ένα λόγο του ρήτορα Ανδροκίδη γνωρίζουμε ότι ο Αρχέλαος εφοδίασε την Αθηναϊκή στρατιά της Σάμου με κουπιά, σιτάρι και χαλκό. Επίσης, μετά από μια συντήρηση του Αθηναϊκού στόλου στην Πύδνα και τον επιπλέον εφοδιασμό του με ναυπηγήσιμη ξυλεία και άλλα αγαθά, η πολιτεία των Αθηναίων με ψήφισμα της ανακήρυξε τον Αρχέλαο, καθώς και τους απογόνους του, προξένους (δημόσιους φίλους) και ευεργέτες και αποφάσισε το ψήφισμα να αναγραφεί σε λίθινη στήλη και να στηθεί στην Ακρόπολη.
Ο κυριότερος λοιπόν λόγος της εξέγερσης της Πύδνας πρέπει να ήταν η αφαίρεση των προνομίων ή η επιβολή νέων οικονομικών επιβαρύνσεων από τον Αρχέλαο σε μια εποχή κατά την οποία οι Πυδναίοι, όπως και οι άλλες μακεδονικές πόλεις, δεν ήταν ανεπηρέαστοι από τα δεινά του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Ως δευτερεύουσα αιτία δεν αποκλείεται και η πολιτική υποκίνηση από αντιπάλους του Αρχέλαου.
Οι αρχαίοι ιστορικοί δεν αναφέρουν ακριβώς ούτε πότε άρχισε η επανάσταση και η πολιορκία ούτε πότε τελείωσε. Από την συσχέτιση των γεγονότων συμπεραίνεται ότι την άνοιξη του 410 ο Αρχέλαος με μεγάλη στρατιωτική δύναμη είχε περικυκλώσει την Πύδνα και την πολιορκούσε.
Η άλωση της Πύδνας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η πόλη διέθετε ισχυρά τείχη αλλά και ναυτικό από τη θάλασσα. Παρόλα αυτά ο Αρχέλαος εξακολούθησε με πείσμα την πολιορκία, μέχρις ότου ανάγκασε την Πύδνα να παραδοθεί. Η τιμωρία των Πυδναίων ήταν σκληρή. Τους υποχρέωσε να εγκαταλείψουν την πόλη και να μετοικήσουν σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων μακριά από τη θάλασσα.
Η αναγκαστική μετοικεσία των Πυδναίων ήταν προσωρινή. Μετά το θάνατο του Αρχέλαου (399), όταν ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες για τη διαδοχή του θρόνου, οι Πυδναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους αλλά και προσήλθαν πάλι στη συμμαχία των Αθηναίων, ξανάρχισαν πάλι τις εμπορικές τους σχέσεις με τους Αθηναίους και κατόρθωσαν σύντομα να ανορθώσουν την πόλη τους. Μετά από λίγα χρόνια μάλιστα προχώρησαν πάλι στην κοπή νομισμάτων.
Αλλά και κατά το διάστημα της μετοικεσίας η Πύδνα δεν έμεινε έρημη. Ο Αρχέλαος δε σκέφτηκε ποτέ να καταστρέψει την πόλη και να εγκαταλείψει το μοναδικό τότε σπουδαίο λιμάνι της Μακεδονίας. Οπωσδήποτε εγκατέστησε στην πόλη στρατιωτική φρουρά. Η Πύδνα όμως θα ήταν δύσκολο να ξαναβρεί τους ρυθμούς της και την ακμή της ακόμη και αν αποικήθηκε από άλλους κατοίκους άπειρους στο εμπόριο και τη ναυτιλία. Για αυτό δεν αποκλείεται να επέτρεψε ο Αρχέλαος επί της βασιλείας του να επιστρέψουν οι Πυδναίοι στην πόλη τους.
2η πολιορκία
Η πόλη μετά την ανασυγκρότησή της πολύ σύντομα είχε καταστεί και πάλι πλούσια και ισχυρή. Ο Φίλιππος ο Β’ (359-336 π.Χ.) πίστευε ότι δε θα μπορούσε να πετύχει την ισχυροποίηση του μακεδονικού βασιλείου και την επιτυχία των σχεδίων του, αν δεν κατόρθωνε να γίνει κύριος των πλούσιων και ισχυρών παραλιακών πόλεων και κυρίως του λιμανιού της Πύδνας. Γνώριζε βέβαια ότι η κατάκτηση της Πύδνας δεν ήταν εύκολη υπόθεση και πολύ περισσότερο εάν έρχονταν προς βοήθειά της οι Αθηναίοι. Γι αυτό το 358 ο Φίλιππος, ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Αθηναίους Πρεσβευτές και σύναψαν μια μυστική συμφωνία σύμφωνα με την οποία ο ίδιος να παραχωρήσει στους Αθηναίους την Αμφίπολη και οι Αθηναίοι θα έδιναν σε αυτόν την Πύδνα. Η συμφωνία κρατήθηκε μυστική και δεν ανακοινώθηκε στην εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων για να μην το μάθουν οι Πυδναίοι και αντιδράσουν.
Ο Φίλιππος όμως παραπλάνησε τους Αθηναίους και δεν τήρησε τη συμφωνία. Κατέλαβε την Αμφίπολη και στη συνέχεια, χωρίς να χάσει χρόνο (357) πολιόρκησε την Πύδνα. Οι Πυδναίοι αμύνθηκαν γενναία αλλά δεν μπόρεσαν να αντέξουν στην πολιορκία του Φιλίππου. Φαίνεται ότι μέρος των κατοίκων της Πύδνας ενέδωσαν στις υποσχέσεις του Φιλίππου ενώ άλλοι μάταια περίμεναν βοήθεια από τους Αθηναίους και στο τέλος κυριεύθηκε η πόλη (357). Για δεύτερη φορά η Πύδνα υποβλήθηκε σε σκληρότερη δοκιμασία από εκείνη του Αρχέλαου. Όσοι γλίτωσαν το θάνατο εξανδραποδίσθηκαν ή αναγκάστηκαν σε μετοικεσία. Ο Φίλιππος δεν λυπήθηκε ούτε εκείνους που έδειξαν φιλική διάθεση απέναντί του, ούτε χαρίστηκε σε εκείνους που ζήτησαν άσυλο στο ναό του Αμύντα.
Τις πληροφορίες αυτές αντλούμε από το Δημοσθένη, και ενδεχομένως να υπάρχει και μια δόση υπερβολής, γιατί σε σύντομο διάστημα η Πύδνα απέκτησε και πάλι την ακμή της. Η εμπορική και πολεμική σπουδαιότητα της Πύδνας για το μακεδονικό κράτος συνετέλεσε ώστε σύντομα να ανασυγκροτηθεί και να καταστεί πολύ ισχυρή πόλη, όπως εμφανίζεται μετά από σαράντα χρόνια στη διαμάχη των δύο βασιλισσών της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ευρυδίκης, συζύγου του Φιλίππου του Γ’.
3η πολιορκία
Τον Οκτώβριο του 317 η Ολυμπιάδα ήρθε νικήτρια στη Μακεδονία και διέπραξε άγριες σφαγές των αντιπάλων της, ιδίως των οπαδών της οικογένειας Αντίπατρου – Κάσσανδρου και επέβαλε μαρτυρικό θάνατο στην Ευρυδίκη. Αυτό όμως μετέστρεψε τα πνεύματα των μακεδόνων. Ο Κάσσανδρος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία. Έλυσε αμέσως την πολιορκία της Τεγέας όπου βρισκόταν και από την Πελοπόννησο έφτασε αμέσως στη Μακεδονία από τα στενά της Πέτρας. Τότε η Ολυμπιάδα κατέφυγε στην Πύδνα επειδή την έκρινε ως πιο ασφαλή πόλη και από εκεί προέβαλε την τελευταία αντίστασή της στον Κάσσανδρο.
Όπως μας εξιστορεί ο Διόδωρος, ο Κάσσανδρος όταν έφτασε στην Πύδνα και είδε ότι εξαιτίας του χειμώνα δεν ήταν δυνατόν να προσβάλει τα τείχη και να κυριεύσει την πόλη, στρατοπέδευσε έξω από την πόλη και έσκαψε χαράκωμα από το ένα παραθαλάσσιο άκρο της πόλης μέχρι το άλλο και παράλληλα εμπόδιζε τον εφοδιασμό της πόλης από τη θάλασσα. Σύντομα επικράτησε μεγάλη παραλυσία μέσα στην πόλη εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων. Φαίνεται ότι εκτός του στρατού που υπεράσπιζε την πόλη και άλλος πληθυσμός από την γύρω περιοχή είχε καταφύγει στην πόλη από φόβο, χωρίς όμως οι αρχές να λάβουν πρόνοια για μακροχρόνια πολιορκία, επειδή ήλπιζαν βοήθεια από αλλού. Έφτασαν στο σημείο ώστε ένας στρατιώτης να παίρνει τροφή πέντε ημερών για ένα μήνα. Εν τούτοις η Ολυμπιάδα δεν υποχωρούσε, επειδή περίμενε ενισχύσεις. Η κατάσταση όμως με το πέρασμα των ημερών γινόταν πιο τραγική. Τα ζώα πέθαιναν από έλλειψη τροφής. Αλλά και πολλοί στρατιώτες καθημερινά είχαν την ίδια τύχη. Οι νεκροί δεν θάπτονταν, αλλά ρίχνονταν έξω από τα τείχη, ώστε και μόνο το θέαμα αυτό ήταν απεχθές και η δυσοσμία ανυπόφορη.
Στην αρχή της άνοιξης του 316 η Ολυμπιάδα έφτασε στην ανάγκη να ενδώσει στις παρακλήσεις στρατιωτών της να τους αφήσει ελευθέρους επειδή δεν είχαν τροφή να φάνε. Αυτοί αυτομόλησαν στον Κάσσανδρο, ο οποίος τους δέχθηκε φιλάνθρωπα και στη συνέχεια τους έστειλε στις γύρω πόλεις για να φανερώσουν την δεινή θέση στην οποία βρισκόταν η Ολυμπιάδα. Με αυτό τον τρόπο πέτυχε να ματαιώσει ετοιμαζόμενη βοήθεια προς την Ολυμπιάδα και να μεταστρέψει την γνώμη του κόσμου υπέρ του. Η Ολυμπιάδα κυριευμένη από απογοήτευση επεχείρησε να δραπετεύσει με πλοίο. Η απόπειρα όμως αυτή απέτυχε λόγω προδοσίας και τότε κυριευμένη από απόγνωση έστειλε πρέσβεις στον Κάσσανδρο για να συνθηκολογήσει και αφού έλαβε εγγυήσεις για την ασφάλεια του εαυτού της, παρέδωσε την Πύδνα στον Κάσσανδρο. Στη συνέχεια παραδόθηκαν και οι άλλες δύο πόλεις που αντιστέκονταν, η Πέλλα και η Αμφίπολη.
Ο Κάσσανδρος ήθελε να σκοτώσει την Ολυμπιάδα παρά την υπόσχεση και τις διαβεβαιώσεις που της είχε δώσει, φοβόταν όμως την φήμη της και την επιρροή της στους μακεδόνες. Προσκάλεσε τότε κοινή συνέλευση των μακεδόνων και προέτρεψε τους συγγενείς αυτών που είχαν σκοτωθεί εξαιτίας της να παρουσιασθούν ως κατήγοροι, απούσας της Ολυμπιάδας. Η συνέλευση αποφάσισε τη θανάτωσή της. Ο Κάσσανδρος μηχανεύθηκε να την κατηγορήσει ότι αποπειράθηκε να αποδράσει και να την φονεύσει πάνω στο πλοίο με το οποίο υποτίθεται ότι θα προσπαθούσε να διαφύγει. Η Ολυμπιάδα δέχθηκε να φύγει στην Αθήνα κατά την πονηρή πρόταση του Κάσσανδρου αλλά ζήτησε πρώτα να απολογηθεί ενώπιον των μακεδόνων. Ο Κάσσανδρος τότε φοβήθηκε μήπως η υπενθύμιση των έργων και των ευεργεσιών του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου μεταβάλει τη γνώμη του λαού και διέταξε διακόσιους στρατιώτες να τη θανατώσουν το ταχύτερο. Αυτοί μόλις μπήκαν στο κτήριο όπου βρισκόταν η Ολυμπιάδα και την αντίκρισαν την σεβάσθηκαν και αποχώρησαν άπρακτοι. Τέλος προσφέρθηκαν κάποιοι συγγενείς ατόμων που είχαν σκοτωθεί από οπαδούς της και σκότωσαν την Ολυμπιάδα.
Σύμφωνα με άλλους μετά την παράδοση της πόλης η Ολυμπιάδα θανατώθηκε με λιθοβολισμό την άνοιξη του 316. Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι η Ολυμπιάδα ενταφιάσθηκε στην Πύδνα αλλά σε τάφο άσημο.
Όλοι οι μακεδόνες βασιλείς διέκριναν την εξαιρετική θέση και σπουδαιότητα της Πύδνας για το κράτος τους και την φρόντιζαν ώστε σύντομα να επουλώνει τις πληγές του πολέμου και να ξαναβρίσκει σύντομα την προηγούμενη αίγλη της. Έτσι μετά την κατάκτησή της από τον Κάσσανδρο και τις όποιες καταστροφές υπέστη, η Πύδνα έγινε και πάλι σημαντική ναυτική δύναμη όπως προκύπτει από τα γεγονότα, καθότι ο Κάσσανδρος μέσω της Πύδνας εφοδίαζε τους συμμάχους του Πτολεμαίο, Σέλευκο και Λυσίμαχο με όπλα και πλοία κατά τους εμφύλιους πολέμους που ακολούθησαν μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Κατάληψη από Ρωμαίους
Μετά την ήτα του Περσέα, του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά, το 168 π.Χ. στην επονομαζόμενη μάχη της Πύδνας, ο εχθρός, οι Ρωμαίοι δηλαδή, μπήκαν ανεμπόδιστα στην ανυπεράσπιστη πόλη της Πύδνας και επιδόθηκαν στη συνηθισμένη λεηλασία. Ότι πολύτιμο βρήκαν στην ακμάζουσα Πύδνα, το άρπαξαν και μαζί με τους άρχοντες και ευγενείς που αιχμαλώτισαν τα μετέφεραν στη Ρώμη και στόλισαν τον θρίαμβο του Αιμίλιου Παύλου. Η Πύδνα, όπως και όλη η Πιερία, εντάχθηκε στο τρίτο τμήμα με πρωτεύουσα την Πέλλα (σύμφωνα με τη διαίρεση που έκαναν οι Ρωμαίοι). Για την ασφάλειά τους οι Ρωμαίοι αλλά και για την είσπραξη των φόρων τοποθέτησαν εντός της πόλεως φρουρά αποτελούμενη από Ρωμαίους στρατιώτες.
Μετά από είκοσι περίπου χρόνια ο Ανδρίσκος παρουσιάστηκε στο χώρο της Μακεδονίας ως γιος του Περσέα με το όνομα Φίλιππος. Αφού συγκέντρωσε γύρω του αρκετούς που τον πίστεψαν επαναστάτησε εναντίον των Ρωμαίων. Μαζί του πήγαν τα λαϊκά στρώματα και οι φτωχότερες γενικά τάξεις, ενώ οι ευγενείς και οι πλούσιοι Μακεδόνες τάχθηκαν με το μέρος των Ρωμαίων. Στην αρχή σημείωσε επιτυχίες, αλλά στη συνέχεια νικήθηκε από τους Ρωμαίους και η Πύδνα (148 π.Χ) δοκίμασε νέα λεηλασία και ερήμωση. Η εκδίκηση των Ρωμαίων κατά της Πύδνας αυτή τη φορά πρέπει να ήταν ακόμη πιο σκληρή από την πρώτη. Τότε ήταν που ο Μέτελλος – Ρωμαίος αξιωματικός - άρπαξε τους 25 χάλκινους ανδριάντες του Λύσιππου και τους μετέφερε στη Ρώμη, όπως ειπώθηκε και νωρίτερα.
Η Πύδνα όμως επέζησε και επί της ρωμαϊκής κατοχής μετονομαζόμενη όμως σε Κίτρον. Η πρόοδος που σημείωσε η πόλη την περίοδο αυτή και ιδίως κατά τον 4ο αι. μ.Χ. ανακόπηκε από τις βαρβαρικές επιδρομές και από τότε έπεσε σε παρακμή. Ποτέ όμως δεν εγκαταλείφτηκε οριστικά γιατί το λιμάνι της εξακολουθούσε να είναι το σημαντικότερο στην περιοχή της Πιερίας και ακόμη επειδή βρισκόταν πάνω στην οδική αρτηρία η οποία συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με τη νότια Ελλάδα δια μέσω των Τεμπών. Έτσι το όνομά της δεν ξεχάστηκε ποτέ. Μάλιστα συνυπάρχουν κάποιες περιόδους και τα δύο, Πύδνα και Κίτρον.
Το σημερινό χωριό Κίτρος ιδρύθηκε στη θέση που υπάρχει σήμερα, μετά την οθωμανική εισβολή, όταν εγκαταλείφτηκε πλέον οριστικά το παραλιακό Κίτρος (ή Πύδνα) η θέση του οποίου ονομάστηκε έκτοτε Παλαιόκιτρος, ονομασία που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας.
ΔΙΟΝ
Μια αρχαία παράδοση λέει ότι ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Δευκαλίων, αφού επέζησε από τον κατακλυσμό, ήρθε στην Πιερία και ανήγειρε στους πρόποδες του Ολύμπου βωμό προς τιμήν του Ολυμπίου Διός για να προσφέρει θυσία και να τον ευχαριστήσει για την ευεργεσία που του έκανε. Έτσι, σύμφωνα με το μύθο, δημιουργήθηκε το «Δίον ιερόν».
Όμως ανεξάρτητα από το ποιος το ίδρυσε - ο Δευκαλίωνας ή κάποιος άλλος - η ύπαρξη του ιερού έγινε η αιτία να δημιουργηθεί πλησίον του μικρός οικισμός, ο οποίος σύντομα μετατράπηκε σε ένδοξη πόλη.
Και μπορεί ο μύθος να έδινε λύσεις σε όλα τα άλυτα θέματα, όμως η ιστορία δυσκολεύεται να πει ακόμη το δικό της λόγο. Η αρχαιολογική σκαπάνη εντόπισε και επιβεβαίωσε τη θέση του Δίου, αλλά πολλά είναι τα ερωτήματα που παραμένουν άλυτα. Ένα από τα σημαντικότερα σχετίζεται με τους κτήτορες της πόλης. Δεν γνωρίζουμε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ποιοι ήταν αυτοί που την ίδρυσαν.
Το Δίον είναι αρχαία πόλη, γνωστή από τον 5ο αι. π.Χ. Ο Δήμητσας (ιστορικός) αναφέρει ότι ιδρύθηκε κατά τους πανάρχαιους χρόνους από τους Περραιβούς της Θεσσαλίας προς τιμήν του Ολυμπίου Διός. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οικιστές της ήταν Πίερες, χωρίς να αποκλείεται ότι μπορεί να ήταν κτίσμα των πρώτων χρόνων της Μακεδονικής κατάκτησης της Πιερίας.
Το Δίον είχε κτιστεί σε τόπο με πολλές πηγές και άφθονα νερά. Το υγρό στοιχείο προφανώς ήταν ένας από τους κύριους λόγους που συνέβαλε στην επιλογή του συγκεκριμένου χώρου. Το νερό που αναβλύζει στην περιοχή του Δίου προέρχεται από την ανάδυση υπόγειου ποταμού. Τα νερά αυτού του ποταμού πηγάζουν και κατεβαίνουν από τον Όλυμπο μέσα από βαθιά χαράδρα. Κοντά στους πρόποδες του Ολύμπου χάνονται μέσα στη γη και μετά από απόσταση τριών και πλέον χιλιομέτρων ξαναβγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια κοντά στα ερείπια την αρχαίας πόλης του Δίου. Ο ποταμός αυτός από τις πηγές του μέχρι το διάστημα που βυθίζεται στη γη στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Ελικών (σήμερα ονομάζεται Ουρλιάς, επειδή ο θόρυβος των νερών που κυλούν ορμητικά μοιάζει με ουρλιαχτό άγριων ζώων). Από το σημείο που αναδύεται στην επιφάνεια μέχρι το σημείο που εκβάλει στον Θερμαϊκό στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Βαφύρας (σήμερα ονομάζεται χελοπόταμο.
Οι κάτοικοι του Δίου (Δίοι) έλεγαν ότι ο Ελικώνας στα αρχαία χρόνια έρρεε στην επιφάνεια της γης καθ’ όλη τη διαδρομή του μέχρι τη θάλασσα. Αλλά όταν οι γυναίκες σκότωσαν τον Ορφέα, θέλησαν να ξεπλύνουν τα ματωμένα χέρια τους τον Ελικώνα και τότε αυτός χάθηκε μέσα στη γη για να μην γίνει το νερό του καθαρτήριο του φόνου. Για το λόγο αυτό και το τμήμα του ποταμού, που προέκυψε μετά την ανάδυσή του, ονομάστηκε Βαφύρας.
Στο Δίον τον πιο επίσημο χαρακτήρα κατείχε η λατρεία του Ολυμπίου Διός και των Πιερίδων Μουσών, οι οποίες ως νύμφες των νερών, διέμεναν πλησίον του Βαφύρα. Προς τιμή τους οι ντόπιοι τελούσαν λαμπρές και πολυήμερες γιορτές.
Φαίνεται ότι τo Δίον την ακμή του - εν μέρει - την όφειλε και στον ποταμό Βαφύρα, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν πλωτός από την πόλη του Δίου μέχρι τη θάλασσα και για το λόγο αυτό από το λιμανάκι του, εξυπηρετούσε τους ντόπιους στην επικοινωνία τους με άλλες περιοχές. Για αυτό είχαν γίνει και έργα ελλιμενισμού των πλοίων στο ανατολικό άκρο της πόλης κοντά στο σημερινό εκκλησάκι «Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής».
Τα ερείπια της πόλης σήμερα βρίσκονται σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Σύμφωνα όμως με τις μαρτυρίες του Στράβωνα και του Λιβίου, το Δίον απείχε από τη θάλασσα ενάμιση περίπου χιλιόμετρο.
Από αυτό μπορεί να συμπεράνει κάνεις ότι εκείνη την εποχή η θάλασσα βρισκόταν πιο κοντά στην πόλη και ότι απομακρύνθηκε αργότερα λόγο των προσχώσεων.
Η ακμή της πόλης του Δίου άρχισε από την εποχή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου (414-399 π.Χ.) όταν και κατέστη διάσημο πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων.
Ο Αρχέλαος, αν και δεν ήταν φιλοπόλεμος, εντούτοις φρόντισε να ενδυναμώσει το στρατό του ώστε να γίνει η χώρα του ισχυρή απέναντι στις εχθρικές επιδρομές. Ήταν μεγαλοπράγμων βασιλιάς και με τις μεταρρυθμίσεις και τις εν γένει δραστηριότητές του έθεσε τις βάσεις για την επόμενη περίοδο της Μακεδονίας.
Κύριος σκοπός του Αρχέλαου ήταν να καταστήσει τη χώρα του δυνατή, γι αυτό έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την παραλιακή Μακεδονία και κυρίως προς την Πιερία. Από όλες τις πόλεις της Πιερίας προέκρινε το Δίον γιατί ήταν παλαιά πόλη, συνδεόταν με την μυθολογία του Ολύμπου και ήταν παντού γνωστή και σεβαστή ως ιερός τόπος. Το Δίον στη συνείδηση των Ελλήνων ξεπερνούσε όλες τις πόλεις στη θρησκευτικότητα, επειδή είχε το πλεονέκτημα της λατρείας του Δία, των Μουσών καθώς και άλλων θεών στον τόπο όπου γεννήθηκαν και κατοικούσαν. Τη λατρεία αυτή ο Αρχέλαος την αναζωπύρωσε και την πλούτισε με διάφορες γιορταστικές εκδηλώσεις. Έτσι με την πάροδο του χρόνου θαυμάσια έργα στόλισαν την πόλη όπως στάδιο, αγάλματα, θέατρο, περίτεχνα και γερά τείχη, δρόμοι, ναοί κ.ά. Ο στολισμός της πόλης συνεχίστηκε και από τους μετέπειτα βασιλείς της Μακεδονίας και οι τελετές και οι διάφοροι αγώνες που γίνονταν εκεί απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα. Έτσι με τον καιρό το Δίον εξελίχθηκε σε περίφημο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο της βόρειας Ελλάδας κάτι αντίστοιχο με τους Δελφούς και την Ολυμπία.
Ο οδική και θαλάσσια συγκοινωνία της πόλης διευκόλυνε πολύ την προσέλευση των επισκεπτών στις γιορτές. Συνδεόταν μέσω του πλωτού Βαφήρα με τον Θερμαϊκό. Επιπλέον βρισκόταν πάνω στην οδική αρτηρία η οποία περνούσε από τα Τέμπη και συνέδεε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλία. Αλλά και η άλλη οδός η οποία κατέβαινε από την Πέτρα φαίνεται ότι διασταυρώνονταν με την προηγούμενη οδό κοντά στο Δίον.
Ο Αρχέλαος, που ήταν θαυμαστής του αθηναϊκού μεγαλείου, κάλεσε στη Μακεδονία ικανό αριθμό λογίων και καλλιτεχνών μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Ευριπίδης. Ακόμη και ο Σωκράτης προσκλήθηκε, ο οποίος ποτέ δεν έφυγε από την Αθήνα, χωρίς βέβαια να αποδεχθεί την πρόσκληση.
Ιδιαίτερα διάσημο είχε γίνει το Δίον και από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών ή Ολυμπικών αγώνων, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην αρχαία Ελλάδα με το όνομα «Τα εν Δίω Ολύμπια». Την ονομασία πήραν προφανώς από τον υπερκείμενο της πόλεως Όλυμπο ή προς μίμηση και άμιλλα των ομώνυμων αγώνων που τελούνταν την περιοχή της Ολυμπίας.
Οι αγώνες άρχιζαν με θυσία που είχε καθιερωθεί από την εποχή του Αρχέλαου προς τιμήν του Ολυμπίου Διός και τελούνταν επί εννέα συνεχόμενες ημέρες, όσα και τα ονόματα των εννέα Μουσών. Όλες τις ημέρες γινόταν μεγαλοπρεπείς θυσίες προς τιμήν των Μουσών και των άλλων θεών και στη συνέχεια ακολουθούσαν πλούσια συμπόσια. Στη μεγαλύτερη ακμή τους έφτασαν «Τα εν Δίω Ολύμπια» την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος το 338 π.Χ. αφού επανήλθε στη Μακεδονία μετά την καταστροφή των Θηβών, λίγους μήνες πριν εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, ήρθε στο Δίον και τέλεσε θυσίες και αγώνες αφιερωμένες στο Δία και τις Μούσες. Κατά την διεξαγωγή αυτών των αγώνων αναγγέλθηκε ότι ίδρωσε το ξόανο του Ορφέα το οποίο βρισκόταν στην Πιερίδα (άλλη πιερική πόλη). Αυτό θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι και οι μάντεις έδωσαν διάφορες ερμηνείες. Ο Αρίστανδρος προέτρεψε τον Αλέξανδρο να έχει θάρρος και να είναι αισιόδοξος διότι το θεϊκό αυτό σημάδι σημαίνει ότι οι ποιητές θα κουραστούν και θα χύσουν πολύ ιδρώτα για να περιγράψουν τα σπουδαία έργα που θα επιτύχει στην εκστρατεία του.
Το Δίον επιλέχθηκε ανάμεσα σε όλες τις άλλες μακεδονικές πόλεις για να στηθούν εκεί οι είκοσι πέντε χάλκινοι ανδριάντες, έργο του Λίσιππου, κατά διαταγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τιμήν των ισάριθμων εταίρων Μακεδόνων που έπεσαν στη μάχη στο Γρανικό ποταμό. Τα αγάλματα αυτά, πιθανόν μαζί με άλλα μεταφέρθηκαν από τον Περσέα από το Δίον στην Πύδνα όταν έντρομος διέταξε εκκένωση και εγκατάλειψη της πόλης κατά την επιδρομή του ύπατου Μαρκίου Φιλίππου (169 π.Χ). Από την Πύδνα τα πήραν αργότερα (148 π.Χ) οι Ρωμαίοι και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.
Το 168 π.Χ. επήλθε η κατάρρευση του μακεδονικού κράτους. Ό,τι πολύτιμο κατείχε το Δίον λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους και στόλισε τον θρίαμβο του ύπατου Αιμίλιου Παύλου. Οι κάτοικοί του κατά την εισβολή του ρωμαϊκού στρατού εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν σε άλλες πόλεις και χωριά ή σκόρπισαν και κρύφτηκαν στα δάση και στα όρη της ευρύτερης περιοχής.
Το Δίον ήκμασε και υπό την ρωμαϊκή εξουσία, ως αποικία των Ρωμαίων και φαίνεται ότι συνέχισε να υπάρχει μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν καταστράφηκε από τους Τούρκους και εγκαταλείφτηκε οριστικά.
Μετά από είκοσι περίπου χρόνια ο Ανδρίσκος παρουσιάστηκε στο χώρο της Μακεδονίας ως γιος του Περσέα με το όνομα Φίλιππος. Αφού συγκέντρωσε γύρω του αρκετούς που τον πίστεψαν επαναστάτησε εναντίον των Ρωμαίων. Μαζί του πήγαν τα λαϊκά στρώματα και οι φτωχότερες γενικά τάξεις, ενώ οι ευγενείς και οι πλούσιοι Μακεδόνες τάχθηκαν με το μέρος των Ρωμαίων. Στην αρχή σημείωσε επιτυχίες, αλλά στη συνέχεια νικήθηκε από τους Ρωμαίους και η Πύδνα (148 π.Χ) δοκίμασε νέα λεηλασία και ερήμωση. Η εκδίκηση των Ρωμαίων κατά της Πύδνας αυτή τη φορά πρέπει να ήταν ακόμη πιο σκληρή από την πρώτη. Τότε ήταν που ο Μέτελλος – Ρωμαίος αξιωματικός - άρπαξε τους 25 χάλκινους ανδριάντες του Λύσιππου και τους μετέφερε στη Ρώμη, όπως ειπώθηκε και νωρίτερα.
Η Πύδνα όμως επέζησε και επί της ρωμαϊκής κατοχής μετονομαζόμενη όμως σε Κίτρον. Η πρόοδος που σημείωσε η πόλη την περίοδο αυτή και ιδίως κατά τον 4ο αι. μ.Χ. ανακόπηκε από τις βαρβαρικές επιδρομές και από τότε έπεσε σε παρακμή. Ποτέ όμως δεν εγκαταλείφτηκε οριστικά γιατί το λιμάνι της εξακολουθούσε να είναι το σημαντικότερο στην περιοχή της Πιερίας και ακόμη επειδή βρισκόταν πάνω στην οδική αρτηρία η οποία συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με τη νότια Ελλάδα δια μέσω των Τεμπών. Έτσι το όνομά της δεν ξεχάστηκε ποτέ. Μάλιστα συνυπάρχουν κάποιες περιόδους και τα δύο, Πύδνα και Κίτρον.
Το σημερινό χωριό Κίτρος ιδρύθηκε στη θέση που υπάρχει σήμερα, μετά την οθωμανική εισβολή, όταν εγκαταλείφτηκε πλέον οριστικά το παραλιακό Κίτρος (ή Πύδνα) η θέση του οποίου ονομάστηκε έκτοτε Παλαιόκιτρος, ονομασία που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας.
ΔΙΟΝ
Μια αρχαία παράδοση λέει ότι ο βασιλιάς της Θεσσαλίας Δευκαλίων, αφού επέζησε από τον κατακλυσμό, ήρθε στην Πιερία και ανήγειρε στους πρόποδες του Ολύμπου βωμό προς τιμήν του Ολυμπίου Διός για να προσφέρει θυσία και να τον ευχαριστήσει για την ευεργεσία που του έκανε. Έτσι, σύμφωνα με το μύθο, δημιουργήθηκε το «Δίον ιερόν».
Όμως ανεξάρτητα από το ποιος το ίδρυσε - ο Δευκαλίωνας ή κάποιος άλλος - η ύπαρξη του ιερού έγινε η αιτία να δημιουργηθεί πλησίον του μικρός οικισμός, ο οποίος σύντομα μετατράπηκε σε ένδοξη πόλη.
Και μπορεί ο μύθος να έδινε λύσεις σε όλα τα άλυτα θέματα, όμως η ιστορία δυσκολεύεται να πει ακόμη το δικό της λόγο. Η αρχαιολογική σκαπάνη εντόπισε και επιβεβαίωσε τη θέση του Δίου, αλλά πολλά είναι τα ερωτήματα που παραμένουν άλυτα. Ένα από τα σημαντικότερα σχετίζεται με τους κτήτορες της πόλης. Δεν γνωρίζουμε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, ποιοι ήταν αυτοί που την ίδρυσαν.
Το Δίον είναι αρχαία πόλη, γνωστή από τον 5ο αι. π.Χ. Ο Δήμητσας (ιστορικός) αναφέρει ότι ιδρύθηκε κατά τους πανάρχαιους χρόνους από τους Περραιβούς της Θεσσαλίας προς τιμήν του Ολυμπίου Διός. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οικιστές της ήταν Πίερες, χωρίς να αποκλείεται ότι μπορεί να ήταν κτίσμα των πρώτων χρόνων της Μακεδονικής κατάκτησης της Πιερίας.
Το Δίον είχε κτιστεί σε τόπο με πολλές πηγές και άφθονα νερά. Το υγρό στοιχείο προφανώς ήταν ένας από τους κύριους λόγους που συνέβαλε στην επιλογή του συγκεκριμένου χώρου. Το νερό που αναβλύζει στην περιοχή του Δίου προέρχεται από την ανάδυση υπόγειου ποταμού. Τα νερά αυτού του ποταμού πηγάζουν και κατεβαίνουν από τον Όλυμπο μέσα από βαθιά χαράδρα. Κοντά στους πρόποδες του Ολύμπου χάνονται μέσα στη γη και μετά από απόσταση τριών και πλέον χιλιομέτρων ξαναβγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια κοντά στα ερείπια την αρχαίας πόλης του Δίου. Ο ποταμός αυτός από τις πηγές του μέχρι το διάστημα που βυθίζεται στη γη στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Ελικών (σήμερα ονομάζεται Ουρλιάς, επειδή ο θόρυβος των νερών που κυλούν ορμητικά μοιάζει με ουρλιαχτό άγριων ζώων). Από το σημείο που αναδύεται στην επιφάνεια μέχρι το σημείο που εκβάλει στον Θερμαϊκό στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Βαφύρας (σήμερα ονομάζεται χελοπόταμο.
Οι κάτοικοι του Δίου (Δίοι) έλεγαν ότι ο Ελικώνας στα αρχαία χρόνια έρρεε στην επιφάνεια της γης καθ’ όλη τη διαδρομή του μέχρι τη θάλασσα. Αλλά όταν οι γυναίκες σκότωσαν τον Ορφέα, θέλησαν να ξεπλύνουν τα ματωμένα χέρια τους τον Ελικώνα και τότε αυτός χάθηκε μέσα στη γη για να μην γίνει το νερό του καθαρτήριο του φόνου. Για το λόγο αυτό και το τμήμα του ποταμού, που προέκυψε μετά την ανάδυσή του, ονομάστηκε Βαφύρας.
Στο Δίον τον πιο επίσημο χαρακτήρα κατείχε η λατρεία του Ολυμπίου Διός και των Πιερίδων Μουσών, οι οποίες ως νύμφες των νερών, διέμεναν πλησίον του Βαφύρα. Προς τιμή τους οι ντόπιοι τελούσαν λαμπρές και πολυήμερες γιορτές.
Φαίνεται ότι τo Δίον την ακμή του - εν μέρει - την όφειλε και στον ποταμό Βαφύρα, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν πλωτός από την πόλη του Δίου μέχρι τη θάλασσα και για το λόγο αυτό από το λιμανάκι του, εξυπηρετούσε τους ντόπιους στην επικοινωνία τους με άλλες περιοχές. Για αυτό είχαν γίνει και έργα ελλιμενισμού των πλοίων στο ανατολικό άκρο της πόλης κοντά στο σημερινό εκκλησάκι «Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής».
Τα ερείπια της πόλης σήμερα βρίσκονται σε απόσταση τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Σύμφωνα όμως με τις μαρτυρίες του Στράβωνα και του Λιβίου, το Δίον απείχε από τη θάλασσα ενάμιση περίπου χιλιόμετρο.
Από αυτό μπορεί να συμπεράνει κάνεις ότι εκείνη την εποχή η θάλασσα βρισκόταν πιο κοντά στην πόλη και ότι απομακρύνθηκε αργότερα λόγο των προσχώσεων.
Η ακμή της πόλης του Δίου άρχισε από την εποχή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου (414-399 π.Χ.) όταν και κατέστη διάσημο πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων.
Ο Αρχέλαος, αν και δεν ήταν φιλοπόλεμος, εντούτοις φρόντισε να ενδυναμώσει το στρατό του ώστε να γίνει η χώρα του ισχυρή απέναντι στις εχθρικές επιδρομές. Ήταν μεγαλοπράγμων βασιλιάς και με τις μεταρρυθμίσεις και τις εν γένει δραστηριότητές του έθεσε τις βάσεις για την επόμενη περίοδο της Μακεδονίας.
Κύριος σκοπός του Αρχέλαου ήταν να καταστήσει τη χώρα του δυνατή, γι αυτό έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την παραλιακή Μακεδονία και κυρίως προς την Πιερία. Από όλες τις πόλεις της Πιερίας προέκρινε το Δίον γιατί ήταν παλαιά πόλη, συνδεόταν με την μυθολογία του Ολύμπου και ήταν παντού γνωστή και σεβαστή ως ιερός τόπος. Το Δίον στη συνείδηση των Ελλήνων ξεπερνούσε όλες τις πόλεις στη θρησκευτικότητα, επειδή είχε το πλεονέκτημα της λατρείας του Δία, των Μουσών καθώς και άλλων θεών στον τόπο όπου γεννήθηκαν και κατοικούσαν. Τη λατρεία αυτή ο Αρχέλαος την αναζωπύρωσε και την πλούτισε με διάφορες γιορταστικές εκδηλώσεις. Έτσι με την πάροδο του χρόνου θαυμάσια έργα στόλισαν την πόλη όπως στάδιο, αγάλματα, θέατρο, περίτεχνα και γερά τείχη, δρόμοι, ναοί κ.ά. Ο στολισμός της πόλης συνεχίστηκε και από τους μετέπειτα βασιλείς της Μακεδονίας και οι τελετές και οι διάφοροι αγώνες που γίνονταν εκεί απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα. Έτσι με τον καιρό το Δίον εξελίχθηκε σε περίφημο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο της βόρειας Ελλάδας κάτι αντίστοιχο με τους Δελφούς και την Ολυμπία.
Ο οδική και θαλάσσια συγκοινωνία της πόλης διευκόλυνε πολύ την προσέλευση των επισκεπτών στις γιορτές. Συνδεόταν μέσω του πλωτού Βαφήρα με τον Θερμαϊκό. Επιπλέον βρισκόταν πάνω στην οδική αρτηρία η οποία περνούσε από τα Τέμπη και συνέδεε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλία. Αλλά και η άλλη οδός η οποία κατέβαινε από την Πέτρα φαίνεται ότι διασταυρώνονταν με την προηγούμενη οδό κοντά στο Δίον.
Ο Αρχέλαος, που ήταν θαυμαστής του αθηναϊκού μεγαλείου, κάλεσε στη Μακεδονία ικανό αριθμό λογίων και καλλιτεχνών μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Ευριπίδης. Ακόμη και ο Σωκράτης προσκλήθηκε, ο οποίος ποτέ δεν έφυγε από την Αθήνα, χωρίς βέβαια να αποδεχθεί την πρόσκληση.
Ιδιαίτερα διάσημο είχε γίνει το Δίον και από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών ή Ολυμπικών αγώνων, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην αρχαία Ελλάδα με το όνομα «Τα εν Δίω Ολύμπια». Την ονομασία πήραν προφανώς από τον υπερκείμενο της πόλεως Όλυμπο ή προς μίμηση και άμιλλα των ομώνυμων αγώνων που τελούνταν την περιοχή της Ολυμπίας.
Οι αγώνες άρχιζαν με θυσία που είχε καθιερωθεί από την εποχή του Αρχέλαου προς τιμήν του Ολυμπίου Διός και τελούνταν επί εννέα συνεχόμενες ημέρες, όσα και τα ονόματα των εννέα Μουσών. Όλες τις ημέρες γινόταν μεγαλοπρεπείς θυσίες προς τιμήν των Μουσών και των άλλων θεών και στη συνέχεια ακολουθούσαν πλούσια συμπόσια. Στη μεγαλύτερη ακμή τους έφτασαν «Τα εν Δίω Ολύμπια» την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος το 338 π.Χ. αφού επανήλθε στη Μακεδονία μετά την καταστροφή των Θηβών, λίγους μήνες πριν εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, ήρθε στο Δίον και τέλεσε θυσίες και αγώνες αφιερωμένες στο Δία και τις Μούσες. Κατά την διεξαγωγή αυτών των αγώνων αναγγέλθηκε ότι ίδρωσε το ξόανο του Ορφέα το οποίο βρισκόταν στην Πιερίδα (άλλη πιερική πόλη). Αυτό θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι και οι μάντεις έδωσαν διάφορες ερμηνείες. Ο Αρίστανδρος προέτρεψε τον Αλέξανδρο να έχει θάρρος και να είναι αισιόδοξος διότι το θεϊκό αυτό σημάδι σημαίνει ότι οι ποιητές θα κουραστούν και θα χύσουν πολύ ιδρώτα για να περιγράψουν τα σπουδαία έργα που θα επιτύχει στην εκστρατεία του.
Το Δίον επιλέχθηκε ανάμεσα σε όλες τις άλλες μακεδονικές πόλεις για να στηθούν εκεί οι είκοσι πέντε χάλκινοι ανδριάντες, έργο του Λίσιππου, κατά διαταγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τιμήν των ισάριθμων εταίρων Μακεδόνων που έπεσαν στη μάχη στο Γρανικό ποταμό. Τα αγάλματα αυτά, πιθανόν μαζί με άλλα μεταφέρθηκαν από τον Περσέα από το Δίον στην Πύδνα όταν έντρομος διέταξε εκκένωση και εγκατάλειψη της πόλης κατά την επιδρομή του ύπατου Μαρκίου Φιλίππου (169 π.Χ). Από την Πύδνα τα πήραν αργότερα (148 π.Χ) οι Ρωμαίοι και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.
Το 168 π.Χ. επήλθε η κατάρρευση του μακεδονικού κράτους. Ό,τι πολύτιμο κατείχε το Δίον λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους και στόλισε τον θρίαμβο του ύπατου Αιμίλιου Παύλου. Οι κάτοικοί του κατά την εισβολή του ρωμαϊκού στρατού εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν σε άλλες πόλεις και χωριά ή σκόρπισαν και κρύφτηκαν στα δάση και στα όρη της ευρύτερης περιοχής.
Το Δίον ήκμασε και υπό την ρωμαϊκή εξουσία, ως αποικία των Ρωμαίων και φαίνεται ότι συνέχισε να υπάρχει μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν καταστράφηκε από τους Τούρκους και εγκαταλείφτηκε οριστικά.
Ρεπορτάζ: Κανταρτζής Μιχάλης