(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τις στρατιωτικές δυνάμεις και τα εξοπλιστικά μέσα των δύο κρατών. Οι ελληνικές δυνάμεις στα αλβανικά σύνορα ήταν συγκροτημένες σε 39 τάγματα πεζικού και 40 πυροβολαρχίες διαφόρων διαμετρημάτων και συνολικά είχαν 35.000 άνδρες. Οι Ιταλοί είχαν 59 τάγματα πεζικού, 135 πυροβολαρχίες και 23 από αυτές ήταν βαρέος τύπου, 150 άρματα μάχης, 18 ίλες ιππικού, 6 τάγματα όλμων και 1 πολυβόλων και συνολικά διέθεταν 100.000 άνδρες. Η ιταλική υπεροχή ήταν συντριπτική στην αεροπορία. Διέθεταν 400 αεροπλάνα πρώτης γραμμής απέναντι σε 140 ελληνικά, τα οποία βρίσκονταν απλώς σε καλή κατάσταση.
Ας δούμε και τη διαμόρφωση του εδάφους στο θέατρο επιχειρήσεων. Είχε πλάτος 240 χιλιόμετρα. Από την ελληνική πλευρά, ορεινό, δύσβατο, με απότομες πλαγιές, στενές κοιλάδες και χωρίς συγκοινωνιακές αρτηρίες, οπότε η μεταφορά δυνάμεων από τη μια πτέρυγα του μετώπου στην άλλη παρουσίαζε εξαιρετικές δυσχέρειες. Από την πλευρά των Ιταλών, η μεγάλη αμαξιτή αρτηρία από το Λεσκοβίκι στην Κορυτσά διευκόλυνε τις μετακινήσεις τους. Ας σημειωθεί ότι οι δύο μοναδικές αρτηρίες για την άνοδο των Ελλήνων προς το μέτωπο, αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, θα βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο της ισχυρότατης ιταλικής αεροπορίας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, ο ανώτατος Διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία, από τους πιο διακεκριμένους αξιωματικούς της Ιταλίας, πρώην Αρχηγός του Επιτελείου του στρατάρχη Μπαντόλιο, θεωρητικός του κεραυνοβόλου πολέμου, είχε καταστρώσει το σχέδιο των επιχειρήσεων. Προέβλεπε στο πεδίο της Δυτικής Μακεδονίας στάση ενεργητικά αμυντική και στην Ήπειρο ισχυρότατη αιφνιδιαστική επίθεση στην κατεύθυνση Καλπάκι - Ιωάννινα – Πρέβεζα. Προέβλεπε και επικουρικές ενέργειες προς την κατεύθυνση Λεσκοβίκι – Σαμαρίνα – Μέτσοβο και κατά μήκος της ακτής της Ηπείρου. Σε δεύτερη φάση προς Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Ο στρατηγός Σοντού, Υπουργός των Στρατιωτικών, είχε διαβεβαιώσει τον Μουσολίνι ότι τα ιταλικά στρατεύματα θα χρειάζονταν μόνο μια εβδομάδα για να φτάσουν στα Ιωάννινα και 15 με 20 μέρες το πολύ μέχρι την Πρέβεζα. Η προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα θα ακολουθούσε αμέσως μετά.
Ο Βισκόντι Πράσκα, θύμα της επηρμένης αισιοδοξίας του και της ψυχολογίας του καθεστώτος που διακονούσε, είχε υποτιμήσει τον αντίπαλό του. Είχε λησμονήσει ότι σε μια δυναμική αναμέτρηση λαών δεν αγωνίζονται μόνο μηχανικά μέσα και αριθμός στρατευμάτων. Αγωνίζονται και ψυχές με την ποιότητά τους, με το φρόνημά τους και όλο το ηθικό τους υπόβαθρο. Οι Έλληνες του 1940 μπορεί να ήταν λιγοστοί, φτωχοί, ανέτοιμοι, είχαν όμως να υπερασπίσουν μια υψηλή ιδέα, το έσχατο αγαθό του ανθρώπου: την ελευθερία του. Πλάι σε αυτή την πατροπαράδοτη ελληνική ιδεολογία δημιουργήθηκε το ειδικό ψυχολογικό κλίμα της μεγάλης εκείνης στιγμής.
Οι Ιταλοί του φασιστικού καθεστώτος είχαν να πολεμήσουν για ένα αυθαίρετο πλεόνασμα: την ιταμή αξίωση μιας ηγεμονίας, που δεν την δικαίωνε τίποτα. Πλην των οργανωμένων σε τάγματα πραιτοριανών, τους γνωστούς μελανοχίτωνες, και εκτός από τους κάθε λογής θερμοκέφαλους οπαδούς του Ντούτσε, οι υπόλοιποι στρατιώτες του Πράσκα ένιωθαν βαθιά μέσα τους ότι είναι στρατιώτες σε μια υπόθεση άδικη και άνιση ως την ανανδρία. Αν πολέμησαν, πολέμησαν γιατί την ώρα της μάχης παίζεται η ζωή και ξυπνάνε μέσα στα άτομα οι αρχέγονες δυνάμεις της επιβίωσης. Και στις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι έδωσε το τελεσίγραφο, που απαιτούσε να μπουν στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά της σημεία… Αν συναντήσουν αντίσταση, α αντίδραση αυτή «θα καμφθή δια των όπλων» και τότε απάντησε ο Μεταξάς: “Alors, c’ est la guerre”. Στις 5.30΄, πριν την εκπνοή της προθεσμίας, οι Ιταλοί άρχισαν την επίθεσή τους σε όλο το πλάτος του αλβανικού μετώπου. Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου και την Αθήνα στις 6 την ξύπνησαν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι και ρωτούσαν τους πρώτους περαστικούς. Όμως στις ομάδες που πύκνωναν και ξεκινούσαν για το κέντρο δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας και κέφι ξεσήκωναν τις ψυχές, στα μάτια των ανθρώπων έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος να μάθαινε αίφνης ότι έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα. Κι ο καθένας ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση ότι τρεις χιλιάδες χρόνια τον καλούν να τα δικαιώσει. Η Ιστορία γινόταν πράξη ζωής. Η εκλογή της Μοίρας ήταν βαριά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη. Παντού στο εξωτερικό ένα πράγμα έκανε μεγάλη εντύπωση: η Ελλάδα αντιστεκόταν, πολεμούσε. Με πείσμα. Ένα κράτος μικρό στην άκρη της Βαλκανικής ορθώθηκε αποφασισμένο να υπερασπίσει τα ιερά του. Η ψυχική του δύναμη συγκινούσε.