Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Αφιέρωμα της εφημερίδας "Ορθόδοξη Αλήθεια" στον συμπολίτη μας Αγιογράφο Κωνσταντίνο Ξενόπουλο.

Αφιέρωμα της εφημερίδας "Ορθόδοξη Αλήθεια" στον συμπολίτη μας Αγιογράφο Κωνσταντίνο Ξενόπουλο.
Ο αγιογράφος που φόρεσε το ράσο από μαθητής και νιώθει Αγιορείτης
του Αντώνη Μακατούνη – από την Ορθόδοξη Αλήθεια που κυκλοφορεί στα περίπτερα
Φέρει τον σπουδαίο τίτλο του άρχοντος εικονογράφου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, έχει αγιογραφήσει ναούς σε Φινλανδία, Ουγγαρία και Πολωνία, ενώ έχει παρασημοφορηθεί για το αξιόλογο έργο του. Ωστόσο το μεγαλύτερο παράσημο στην ψυχή του είναι η συναναστροφή του με τους Αγιορείτες Πατέρες, αφού υπήρξε μαθητής της Αθωνιάδας Εκκλησιαστικής Ακαδημίας της Αθωνικής Πολιτείας, όπου και διετέλεσε καθηγητής Αγιογραφίας για τέσσερα χρόνια.

Ο λόγος για τον γνωστό στους εκκλησιαστικούς κύκλους αγιογράφο Κωνσταντίνο Ξενόπουλο, που αποδίδει με ιδιαίτερα ξεχωριστό τρόπο Αγίους και γέροντες. Τα έργα του δίνουν την πρωτόγνωρη αίσθηση της «πνευματικής επικοινωνίας» με τις μεγάλες μορφές της Ορθοδοξίας που απεικονίζονται.

Οπως τονίζει ο ίδιος, το ενδιαφέρον του για τον μοναχισμό, σε συνδυασμό με την τέχνη της αγιογραφίας, τον κρατούσε στο Αγιον Ορος και μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς. Παρότι βρισκόταν στην εφηβική ηλικία, δεν μπορούσε να το αποχωριστεί. «Από μικρό παιδί είχα έφεση στη ζωγραφική, ίσως γιατί στην οικογένειά μου υπήρχε καλλιτεχνική φλέβα τόσο στη ζωγραφική όσο και στη μουσική. Οταν βρέθηκα -το 1973- μαθητής στην Αθωνιάδα (Αγιον Ορος), μπήκα στο τμήμα Αγιογραφίας με δάσκαλο τον Ιωάννη Βράνο και έτσι έγινε η αρχή. Η Αθωνιάδα ήταν ένας καθοριστικός σταθμός στη ζωή μου. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κυρός Ιωάννης, όταν έμαθε το ενδιαφέρον μου για την ιεροσύνη (την εποχή εκείνη ήμουν οικότροφος του Ορφανοτροφείου Σιδηροκάστρου), με πήγε ο ίδιος στην Αθωνιάδα. Το ενδιαφέρον μου για την ιεροσύνη και αργότερα για τον μοναχισμό, σε συνδυασμό με την τέχνη της αγιογραφίας, με έκανε να μένω στον Αθωνα και πέραν του σχολικού έτους» αναφέρει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο αγιογράφος και συνεχίζει: «Γνώρισα σημαντικούς αγιογράφους Πατέρες της εποχής. Μέσα από το ζωγραφικό και συγγραφικό έργο μου φαίνεται ότι πράγματι ήταν σταθμός της ζωής μου το Αγιον Ορος. Πολλοί, όταν βλέπουν τα έργα με τη ζωή των μοναχών, απορούν για την επιτυχία της γενειάδας και των ράσων. Εζησα 10 χρόνια στο Περιβόλι της Παναγίας ως μαθητής και καθηγητής της Αθωνιάδος. Φόρεσα τα ράσα ως μαθητής και τόσα χρόνια στον Αθωνα ήμουν με μοναχούς. Ενιωσα και νιώθω Αγιορείτης, γνώρισα μεγάλες μορφές μοναχών της περιόδου εκείνης. Είναι φυσικό η πινελιά μου να έχει επηρεαστεί από τη ζωή μου κοντά τους. Ακόμη και σήμερα επηρεάζουν την εν γένει καλλιτεχνική και μη ζωή μου».
Ο κ. Κωνσταντίνος Ξενόπουλος αναφέρει: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ξεχωριστό. Καθένας από όλους εμάς προσθέτει το δικό του λιθαράκι στην τέχνη, αρκεί να γίνεται με αγάπη και σύνεση. Δεν έκανα ποτέ κάτι με σκοπό να φτάσω κάπου. Οταν θέλεις να μάθεις την ουσία της τέχνης, δεν το σκέφτεσαι έτσι. Από το 1982 έως σήμερα πέρασαν από κοντά μου σχεδόν 4.000 μαθητές. Σε όλους λέω: “Αν αγαπάτε την τέχνη πραγματικά, αυτή (σ.σ.: η τέχνη) θα το καταλάβει και θα σας οδηγήσει εκεί που πρέπει!” Για 43 χρόνια τώρα ζω το όνειρο της τέχνης και της αγιογραφίας. Εχω ακούσει πολλά σχόλια, θετικά και αρνητικά. Οταν είναι καλοπροαίρετα, και στις δύο περιπτώσεις κάνουν καλό στον καλλιτέχνη. Γιατί τα μεν πρώτα σού δίνουν θάρρος για να συνεχίσεις το έργο σου, τα δεύτερα σε βοηθούν να γίνεις καλύτερος, να ασχοληθείς περισσότερο και πιο εμπεριστατωμένα».

Η τεχνοτροπία που κάνει το έργο του να ξεχωρίζει

Η καταγωγή του είναι από τις Σέρρες, αλλά εδώ και πολλά χρόνια μένει μόνιμα στην Κατερίνη, όπου από το 1990 διευθύνει την Καραπιπέρειο Σχολή Βυζαντινής Αγιογραφίας. Στο δύσκολο ερώτημα ποιο έργο του θεωρεί ξεχωριστό απαντά: «Είναι σαν να μου λέτε ποιο από τα παιδιά μου ξεχωρίζω. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιο, γιατί κάθε ενότητα έργων έχει κάτι ξεχωριστό, που σε κάνει να την αγαπάς. Επειδή μίλησα για ενότητα έργων, εννοώ ότι ασχολήθηκα με ακριβή αντίγραφα μεγάλων καλλιτεχνών, που αυτά έχουν βάση τη μελέτη των έργων τους. Ασχολήθηκα με συνθέσεις, τη ζωή των μοναχών, την κλασική αγιογραφία καθώς και τη ρωσική αναγέννηση. Πορτρέτα με χρώματα λαδιού ή αβγοτέμπερα και ακρυλικά, ψηφιδωτά και γλυπτική και άλλα πολλά, οπότε είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποιο. Καθένα έχει τη δική του χάρη».
Σχετικά με την τεχνοτροπία του λευκού περιγράμματος που χρησιμοποιεί σε ορισμένα έργα του, επισημαίνει: «Οταν ξεκίνησα τη μελέτη αντιγράφοντας πιστά αρχικά τον Μανουήλ Πανσέληνο και αργότερα και άλλους μεγάλους αγιογράφους, διαπίστωσα ότι ναι μεν η αντιγραφή ήταν πιστή, έλειπε όμως κάτι που θα έκανε το έργο να φαίνεται πλήρως αυθεντικό. Με διάφορες δοκιμές και πειραματισμούς σε διαφορετικό φωτισμό κατάλαβα εν τέλει ότι το λευκό περίγραμμα σε διάφορους τόνους και στα κατάλληλα σημεία έδωσε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολλά δεν διδάσκονται, γιατί δεν υπάρχει τρόπος διδασκαλίας. Αλλά θα πρέπει να κατακτήσεις κάτι που θα κάνει το έργο σου διαφορετικό».

Συγγραφή

Σημαντικό είναι και το συγγραφικό έργο του που σχετίζεται με την τέχνη. Το πρώτο βιβλίο του «Κόπος και σπουδή» (450 σελίδες) απευθύνεται κυρίως σε αρχάριους αγιογράφους, καθώς περιέχει μαθήματα Μακεδονικής και Κρητικής Σχολής, ενώ στην «Αξιοπρέπεια ενός πινέλου» (88 σελίδες) παρακολουθούμε την αφήγηση ενός πινέλου για το τι έμαθε στην πορεία του, καθώς και τα συναισθήματα που απέκτησε ως άψυχο υλικό, τα οποία όμως δεν είχε αποκτήσει ο καλλιτέχνης. Ακολούθησε ο «Αγιος Αντώνιος», το πρώτο από μια σειρά 12 μικρών βιβλίων -ένα για κάθε μήνα του χρόνου- που περιέχουν μια μικρή βιογραφία και μαθήματα με δύο διαφορετικές τεχνοτροπίες, ενώ σε περίοπτη θέση βρίσκεται και το βιβλίο με τον τίτλο «Ταξιδεύοντας με την τέχνη στον Αθωνα» (285 σελίδες), το οποίο είναι μια ιστορική αναδρομή με αφήγηση για το Αγιον Ορος. Στο δεύτερο μέρος του γίνεται αναφορά στα εργόχειρα των μοναχών, και μάλιστα έχει φιλοτεχνήσει και τα πορτρέτα τους. Η συγγραφική συλλογή του ολοκληρώνεται με το βιβλίο «Οι ζωγραφιές της θάλασσας» (110 σελίδες). Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την περίοδο του Διονυσίου εκ Φουρνά.

Ο εν λόγω καλλιτέχνης έχει συμμετάσχει σε πλήθος εκθέσεων (κυρίως ατομικές) στη Μασσαλία, τη Γενεύη, τη Φινλανδία, τη Φρανκφούρτη, την Αυστρία, την Ιταλία και την Ελλάδα, ενώ διδάσκει αγιογραφία από το 1983 έως σήμερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ταξιδεύοντας οκτώ φορές κατ' έτος για σεμινάρια.